Ο ΓΕΡΩΝ ΗΛΙΑΣ

old monk by bersus dc3ur1a 414w 2x 828x414

Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος

Ηγούμενος της εν Πάρω Ι. Μονής Λογγοβάρδας

    ΟΥΤΟΣ κατήγετο εκ της κωμοπόλεως Λεύκες της Πά­ρου και ελέγετο, πριν περιβληθή το αγγελικόν σχήμα, Γιάννης. Μάλιστα τον προσωνόμαζον Χοντρογιάννη, διότι ήτο εύσωμος.

Εκ παιδικής ηλικίας ήτο βοσκών τα πρόβατα τριγύρω εις το όρος «ο Προφήτης Ηλίας», εις την κορυφήν του οποίου ευρίσκετο προ αμνημονεύτων χρόνων μικρόν σπήλαιον και εκκλησάκι τιμώμενον επ’ ονόματι του προφήτου Ηλιού. Εις το ερημικό αυτό εκκλησάκι επήγαινε πολλάκις και προσηύχετο.

Βλέπων ότι το εκκλησάκι ήτο μικρόν και δεν εχώρει περισσοτέρους από δέκα άνδρας, εις δε την εορτήν του Προφήτου Ηλιού που συνηθροίζοντο πολλοί δεν τους εχώρει και έμενον έξω, εσκέφθη να κτίση ένα πρόναον δια να μη μένουν οι άνθρωποι εις το ύπαι­θρον. Διότι πολλοί επήγαιναν από την πα­ραμονήν της εορτής και ηγρύπνουν.

Απεφάσισε τότε μόνος του να το κτίση.

Έβγαλε πρώτον την πέτρα, κατόπιν μόνος του έκαμε πλησίον εις το εκκλησίδιον ασβεστοκάμινον. Και όσα χρήματα είχε συνάξει ότε υπηρέτει ως βοσκός, απεφάσισε να τα δαπανήση δια τα άλλα υλικά, ξύλα, άμμον, και δια τους κτίστας. Το νερό, το αναγκαιότερον απ’ όλα δεν υπήρχε ήτο μακράν 20 λεπτά της ώρας εις τους πρόποδας του όρους. Ανεβαίνοντας όμως ήτο 40 λεπτά. Επειδή δεν είχε ζώον δια την μεταφο­ράν του ύδατος, και επειδή τα ολίγα χρή­ματα που είχε δεν επήρκουν, ηναγκάσθη και να το μεταφέρη μόνος του. Κατέβαινε εις την πηγήν, εγέμιζε ένα ασκόν, τον έβαζε εις τον ώμον του και ανέβαζε το ύδωρ δια να σβύση την άσβεστον, δια την λάσπην και τας λοιπάς χρείας. Πολλάκις ανέβαινε με τον ασκόν γεμάτον 15 και 20 φορές την ημέραν.

Κάποτε—μας έλεγε ο ίδιος και μας έδει­χνε και τον δρόμον από όπου ανέβαινε από τον πολύν κόπον και το βάρος απέκαμε, τα ποδάρια του (τα οποία ήσαν πρισμένα, χονδρά σαν του ελέφαντος, διότι έπασχεν εκ ποδαλγίας) έτρεμαν και τω ήλθε λυποθυμία και παρ’ ολίγον να πέσει κάτω. Ενώ έπιπτεν, εφώναξε με όλην την δύναμιν του σώ­ματος και της ψυχής. —Άγιε Προφήτα Ηλία, βοήθησε, δεν ημπορώ πλέον. Εκείνην την στιγμήν ησθάνθη—μας έλε­γε—ωσάν ένα χέρι να τον ήγγισεν όπισθεν εις τα νώτα και συγχρόνως ακούει όπισθεν φωνήν ήτις τω έλεγε: — Σε βοηθώ, μη φοβείσαι.

Στρέφει προς την φωνήν και βλέπει Γέροντά τινα λευκογένειον. Μόλις τον είδεν, ο Γέρων εγένετο αφανής, ο δε Γιάννης ησθάν­θη τόσην δύναμιν, τόσην ελαφρότητα, ώστε ανέβαινε του λοιπού χωρίς ούτε κόπον ούτε βάρος να αισθάνεται.

Έτσι, εις ολίγον καιρόν, ετελείωσεν η οικοδομή. Αλλά μόλις ετελείωσε το έργον, οι κύ­ριοι του ναϊδρίου τον εξεδίωξαν, φοβηθέντες μήπως κάμη κατοχήν. Αναχωρήσας εκείθεν κατέφυγεν ενταύθα εις την μονήν Λογγοβάρδας και έμεινεν ως υπηρέτης και δόκιμος εις την Μονήν. Ότε ήλθον εις την Μονήν το 1907, τον εύρον εκεί.

Εις την κορυφήν, του απέναντι της Μο­νής λόφου υπήρχε από πολλών ετών έτε­ρον μικρόν εκκλησίδιον τιμώμενον επ’ ονό- ματι του Προφήτου Ηλιού, το οποίον ανέλαβε και δι’ εράνων το ηύξησε. Έκαμεν εικόνας, κανδήλια και άλλα αναγκαία, έκτισε δε και εις απόστασιν ολίγων μέτρων μακράν του ναού δύο δωμάτια δια τους προσκυνητάς και εορταστάς.

Πληροφορηθείς, ότι πλησίον της Γυναι­κείας Μονής των καλογραιών ευρίσκετο έτε­ρον μικρόν εκκλησίδιον του Προφήτου Ηλιού, εφρόντισε και δι’ εκείνο.

Γράμματα δεν εγνώριζε τελείως. Εις την Μονήν έμαθεν ολίγα, ίσα – ίσα που διάβαζε, αλλά με δυσκολίαν. Όλην την ημέραν ειργάζετο εις τα κτήματα της Μονής με τους εργάτας και υπηρέτας· το εσπέρας ανεπαύετο ολίγον και το μεσονύκτιον πολλάκις δε προ του μεσονυκτίου, εγείρετο και προσηύχετο εις το προαύλιον της Εκκλησίας έμπροσθεν της θύρας του ναού.

   Κάποτε ήλθε χριστιανός τις και μοι λέγει; —Ήλθα να εξομολογηθώ, διότι δεν δύ­ναμαι να υποφέρω τον Χοντρογιάννη ο οποίος επί δώδεκα χρόνια με ενοχλεί δια να έλθω να εξομολογηθώ και δια να μη με ενοχλή πλέον ηναγκάσθην και ήλθον. Οσάκις επρόκειτο να λειτουργήσω εις το εκκλησίδιον του Προφήτου Ηλιού, πριν από μίαν εβδομάδα, διήρχετο τας αγροικίας και τα χωρία και ειδοποίει τους χωρικούς δια να έλθουν εις την λειτουργίαν και να ακούσουν τον λόγον του Θεού. Τον έπερνα μαζί μου εις τα εξωκκλήσια, διότι ναι μεν δεν εγνώριζε γράμματα, αλλ’ επειδή είχε ζήλον πολύν είχε μάθει την τάξιν της λειτουργίας και έψαλλε. Πολλάκις επηγαίναμε εις εξωκ­κλήσια απέχοντα μίαν ώραν της Μονής.

Ήρχετο πάντοτε πεζή, σηκώνων τα ιερά σκεύη και άμφια και καθ’ οδόν εδιάβαζε τας Ώρας, τους Χαιρετισμούς και έψαλλε διαφόρους ύμνους. Μόνον μίαν φοράν ίππευσεν εις ημίονον.

Κατά τον καιρόν της συγκομιδής των ελαιών, μετέφερε επί των ώμων και της ράχεώς του, τα αναγκαία τρόφιμα εις τον ελαιώνα της Μονής τον απέχοντα δύο ώρας μακράν της Μονής. 30 έως 40 οκ. υπελόγιζον το φορτίον που εσήκωνε. Και επειδή τον ελυπούντο και συνεπόνουν οι αδελφοί, του έδιδαν να παίρνη ζώον δια να μη κου­ράζεται. Εκείνος όμως ο ευλογημένος ελυπείτο το ζώον και επρόκρινε να κοπιάζη ο ίδιος δια να αναπαύεται το ζώον.

Ο τότε ηγούμενος Ιερόθεος Βοσυνιώτης και οι αδελφοί και εγώ ο ίδιος, πολλάκις τον παρακινούσαμε να γίνη μεγαλόσχημος μοναχός, αλλ’ απεποιείτο. — Δεν τολμώ να γίνω μεγαλόσχημος, απήντα. Φοβούμαι μήπως δέν τηρήσω τάς υποσχέσεις τάς οποίας θά δώσω καί θά έχω μεγάλην ευθύνην- γι’ αυτό προτιμώ νά γίνω δύο – τρεις ημέρας πριν αποθάνω, δια να φυ­λάξω καθαρόν το αγγελικόν σχήμα.

Και όπως έλεγε, ούτω και έγινε. Ησθένησε βαρέως και τρεις ημέρας προ της τε­λευτής του μετέβην εις το κελλίον του, και ως εκ Θεού εμπνευσθείς, τω λέγω: — Γέρο Γιάννη, εσκέφθην να σε κάμωμεν μεγαλόσχημον μοναχόν και να σε ονομάσωμεν Ηλίαν.

Μόλις ήκουσε το όνομα Ηλίας, εσκίρτησεν εν αγαλλιάσει καρδίας και ανεφώνησε: — Ναι, ναι, Ηλίαν να με ονομάσετε. Αυτό το όνομα θέλω. Γρήγορα να με κάμετε.

Την επομένην επήρα μαζί μου δύο ιε­ρείς και όλους τους αδελφούς και επήγαμε εις το κελλίον του, διότι δεν ηδύνατο όχι να σηκωθή, αλλ’ ούτε και να κινηθή. Εγώ και οι ιερείς εισήλθομεν εντός του κελλίου του και ηρχίσαμε την ακολουθίαν, οι δε αδελφοί έμενον έξω του κελίου διότι ήτο μικρόν και στενόν.

Αφ’ ου τον ενεδύσαμε τα ιμάτια του μεγαλοσχήμου μονάχου και αρχίσαμε να ψάλλωμεν το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε… », τον βλέπομεν έ­ξαφνα και ηγέρθη όρθιος. Η μορφή του προσώπου του ηλλοιώθη, έγινε ροδοκόκκι­νος και ήρχισε μεγαλοφώνως και χαρμοσύνως και έψαλλε το «Όσοι εις Χριστόν εβα­πτίσθητε . . . », προτρέπων δε και τους άλ­λους αδελφούς να ψάλλωσι, τους έλεγε: — Ψάλλατε, ψάλλατε δυνατά.

Μετά την τελετήν εισήλθομεν εις τον ναόν, ετελειώσαμε την θείαν λειτουργίαν, επήγεν ο ιερεύς και τον εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και έκτοτε ο δια του Αγγελικού σχήματος κληθείς Ηλίας συνεχώς έψαλλε ύμνους και τροπάρια του Προφήτου Ηλιού.

Τον συντρόφευε δε ένας γέρων ιερομόναχος, Σωφρόνιος, εκ Τριπόλεως, απλούς, ταπεινός, πράος, άκακος και συνέψαλλον ομού. Όταν δε επλησίασε η ώρα δια να απέλθη των πρόσκαιρων, ο γέρων Σωφρόνιος τον επλησίασε και τω λέγει: —Αδελφέ γέρων Ηλία. Για ψάλλε για τελευταίαν φοράν το απολυτίκιον του Προφήτου Ηλιού.

Και ο Γέρων Ηλίας μετά πολλής προ­θυμίας και χαράς αρχίζει να ψάλλη το «Ο ένσαρκος Άγγελος, των Προφητών η κρηπίς, ο δεύτερος Πρόδρομος της παρουσίας Χριστού, Ηλίας ο ένδοξος …… Και όταν ετελείωσε το απολυτίκιον, ετελείωσε και εκείνος το ζην και μετέβη εις τα Ουρά­νια και αγαπητά σκηνώματα του Παραδεί­σου, δια να υμνή, ευλογή και δοξολογή δια παντός τον Κύριον ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

«ΚΙΒΩΤΟΣ» ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, Β.ΜΟΥΣΤΑΚΗ

ΕΤΟΣ Α’ -ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1952 – ΑΡ.ΦΥΛΛΟΥ 8

 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ


Εκτύπωση   Email