Η θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και οι λεγόμενες διαπροσωπικές σχέσεις

sofronio

   π. Νικολάου Λουδοβίκου  

Η Αναστήλωση αγίων Εικόνων-Θρίαμβος της Ορθοδοξίας, υποδεικνύει την “ανάδειξη του ανθρωπίνου προσώπου στην υπόσταση του αγίου”. Διατυπώνεται θεολογικός λόγος για την ατελεύτητη Άνοδο του Ανθρώπου πρός τον Θεό. Πορεία πρός τη Θέωση! Αυτός ο θεολογικός λόγος της πορείας πρός τη θέωση είναι Πατερικός!

Άλλος τρόπος θεολογίας δεν υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Υπάρχει η Πατερική θεολογία, όπως αρθρώνεται από τους Όρους και τους Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, η οποία στηρίζεται αλλά και ερμηνεύει την “Απαξ παραδοθείσα τοις Αγίοις”, Αγιογραφική-Παλαιά και Καινή- Αποστολική Παρακαταθήκη.

Είναι σημαντική η φράση της Ησυχαστικής Συνόδου του 14ου αιώνος, που δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, του Θεοφυλάκτου Αρχιεπισκόπου Νικομηδείας, διδασκάλου και πνευματικού προγόνου του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όπως εκφράζεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί «πορευόμαστε κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα».»

Στον «Αγιορειτικό Τόμο», που είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, γράφεται ότι τα δόγματα τα γνωρίζουν «οι αυτή τη πείρα μεμυημένοι, οι οποίοι απαρνήθηκαν τα χρήματα, την δόξα των ανθρώπων και τις ηδονές του σώματος, για χάρη της ευαγγελικής ζωής· βεβαίωσαν αυτήν την αποταγή με την υποταγή τους σε εκείνους που έχουν προχωρήσει στην κατά Χριστόν ηλικία, και αφού έζησαν τον ιερό ησυχασμό με προσευχή, ενώθηκαν με τον Θεό με μυστική ένωση μαζί Του και έτσι «τα υπέρ νουν εμυήθησαν». Αυτοί είναι οι πραγματικοί θεολόγοι της Εκκλησίας που έχουν τις δυνατότητες να διατυπώσουν την θεολογία. Εκτός από αυτούς υπάρχουν και εκείνοι που ταυτίζονται με τους πρώτους, ως Μαθηταί, κατά το πρότυπο των Μαθητών και Αποστόλων του Χριστού, «τη προς τους τοιούτους αιδοί (σεβασμό) και πίστει και στοργή».

Ένας τέτοιος σύγχρονος θεολόγος είναι ο Γέροντας Σωφρόνιος Ζαχάρωφ.

Ο π. Σωφρόνιος προτείνει τη Ορθόδοξη θεολογία της Κένωσης αν και ακολουθεί την Ρωσική θρησκευτικοφιλοσοφική γραμμή, όπως αυτή εκφράζεται κυρίως στη θεολογία του Σεργίου Μπουλγκάκωφ. Διόρθωσε όμως βαθιά το πρόσλημμα το οποίο, ούτως ή άλλως, αρδεύεται από τις Ευρωπϊκές Ιδεαλιστικές φιλοσοφίες του Χέγκελ και του Σέλλινγκ. Στις φιλοσοφίες αυτές υπάρχουν επίσης ως νοησιαρχικές συλλήψεις, τόσο η “ενότητα” όσο και η “κένωση” που είναι λογικά προεπινοημένες διαλεκτικές αναγκαιότητες, αναγκαστικά αφηρημένες και απράγματες, χωρίς αναφορά σε “ζώντα Θεό” παρά μόνο στα πλαίσια των αντιλήψεων του “Deismus” που ορίζει την έννοια ενός “Θεού” αδιάφορου υπαρκτικά για τον Κόσμο όπως τον αντιλαμβανόμαστε ως Άνθρωποι.

Στον π. Σωφρόνιο, αντίθετα, η ενότητα των ανθρώπινων όντων μεταξύ τους και με τον κόσμο, ως “κενωτική περιχώρηση”, δηλαδή παραχώρηση και θυσία της επίγειας ζωής, των δημιουργημάτων και ανύψωσή τους στο Θεό, δεν είναι προεπινοημένη ιδεαλιστική αναγκαιότητα ούτε αφηρημένη διανοητική έκσταση, αλλά βήμα προς βήμα θυσιαστικά ενεργούμενη αγάπη, απάντηση στην πρόσκληση της Άκτιστης Αγάπης που είναι κατα φύσιν ο Τριαδικός Θεός!

Με τη θεολογική γλώσσα, του αγ. Γρηγόριου Παλαμά, μιλάμε για το ομοούσιο ανθρώπου και κτίσεως το οποίο τελεσιουργείται και εκπληρούται μόνο με την κενωτική Σάρκωση του Χριστού. Αυτό το ομοούσιο ενεργείται μέσα στην κτίση σταυρικά, μ’ όλη την συμμετοχή της ψυχής, με τη θέληση του νου, με την αγάπη της καρδιάς, μ’ όλο το σώμα του πιστού Χριστιανού που με μαρτυρικό φρόνημα μετέχει στον μέχρι θανάτου ασκητικό αγώνα καθάρσεως, λόγω της Αδαμικής Πτώσεως, των Παθών, της πεσμένης και εξωθημένης εκτός του επιγείου Παραδείσου, ανθρωπίνης φύσεως, καθιστάμενα απο αδιάβλητα διαβλητά και απο ένθεα αμαρτωλά.

Όλος ο Άνθρωπος επαναπροσδιορίζεται ως φορέας αγάπης για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ως απάντηση στην Ενανθρώπηση του δευτέρου Τριαδικού Προσώπου Υιού και Δημιουργού του, εν τω Πατρί συν Αγίω Πνεύματι, εισερχόμενος σε κοινωνία με ολόκληρη την Κτίση, στο φως της πραγματικής θείας Γνώσης, που προσφέρεται αλλά και μετέχεται εμπειρικά και όχι στοχαστικά ή διαλογιστικά απο το ύψιστο ιστορικό γεγονός της Θείας Σαρκώσεως .

Με τον μαρτυρικό-ασκητικό αυτό τρόπο καθίσταται ο άνθρωπος, κατά την διατύπωση του π.Σωφρονίου: «φορεύς του πληρώματος του θεανθρωπίνου είναι δια της ενώσεως μετά του Χριστού εν τη προσευχή, ήτις εξομοιοί αυτόν προς Εκείνον. Σπάνιον προνόμιον συνδυάζοντας ακραίας καταστάσεις των παθημάτων της αγάπης και τον θρίαμβον αυτής. Ο άνθρωπος, αναγεννηθείς εκ τοιαύτης προσευχής, δια μέσου του ζωοποιού πόνου εισέρχεται βραδέως εις ενεργόν αίσθησιν της αναστάσεως της εαυτού ψυχής».

Υπάρχει όμως μια λεπτή διαφορά ανάμεσα στην Κένωση του Χριστού και στη δική μας κένωση: ενώ ο Χριστός κενούται υπέρ ημών, εμείς κενούμεθα, όπως είπαμε, πρώτον υπέρ της ατέλειας του εαυτού μας (θεοεγκατάλειψη) και δεύτερον υπέρ των άλλων (περιχώρηση). Μόνο μετά την πρώτη φάση, ως παιδαγωγία και μαθητεία στην υπαρξιακή διάνοιξη του ανθρώπου προς τον άλλο άνθρωπο, είναι δυνατόν για τον άνθρωπο ν’ ακολουθήσει το Χριστό στον Άδη του υπέρτατου τραύματος εκει δηλαδή που φονεύεται θυσιαζομένη κάθε ναρκισσιστική ιδιοτελής και εμπαθής επιθυμία του ανθρώπου στο βωμό έστω και μιάς ανανταπόδοτης αγάπης, αλλά πάντοτε λόγω της κοινής φύσεως, ομοούσιας περιχώρησης των άλλων ανθρώπων. Μόνον όμως έτσι, μόνον δηλαδή μετά απ’ αυτήν την παράδοξη εκστατική κάθοδο είναι δυνατή η πραγματική άνοδος προς τον Θεό…

Λαμπρό άνθος αυτής της διαχρονικής Ορθοδόξου νηπτικής παράδοσης είναι αναμφίβολα και ο ενδιάμεσος σταθμός πριν τον αγιο Γρηγόριο Παλαμά, δηλαδή το έργο του αγ. Συμεώνος του Νέου Θεολόγου.

Εδώ η ένωση ανθρώπου και Θεού εν Χριστώ περιγράφεται ως ένα γεγονός στο οποίο λαμβάνει μέρος, στην κυριολεξία, κάθε μέλος του σώματος και κάθε τμήμα της ψυχής του πιστού, χωρίς καμία εξαίρεση. Όλος ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν, εν Αγίω Πνεύματι, χωρίς σύγχυση κτιστού και ακτίστου αλλά και χωρίς καμία διάσταση μεταξύ τους.

Κληρονόμος όμως και κορυφαίος εκφραστής της πνευματέμφορης αυτής παράδοσης, που δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που ονομάζουμε Ησυχασμό, είναι αναμφίβολα ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Οι ορθόδοξοι πιστοί αλλά και θεολόγοι έχουμε δυστυχώς ελάχιστα συνειδητοποιήσει το γεγονός πως αυτό που κυρίως αντικρούει η Παλαμική θεολογία είναι ακριβώς η νεοπλατωνίζουσα Ανθρωπολογία και Γνωσιολογία (εντός ή εκτός της Εκκλησίας) όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω, η οποία έφτασε στις ημέρες μας να παρουσιαστεί ο πραγματικός γενήτορας του Χριστιανισμού ως παγκόσμιο πνευματικό και θρησκευτικό κίνημα. Όλος αυτός ο ιερός και συνάμα βαθύτατα αντι-ιδεαλιστικός και θα λέγαμε στην κυριολεξία «υλιστικός» χαρακτήρας του Ορθόδοξου Χριστιανικού Ησυχασμού, είναι ακριβώς αυτό που τον καθιστά βαθύτατα σύγχρονο και βαθύτατα ικανό ν’ απαντήσει στα πιο συγκλονιστικά ερωτήματα που εγείρουν σήμερα τόσο η φιλοσοφία όσο και οι επιστήμες του ανθρώπου, της Νευροεπιστήμης συμπεριλαμβανομένης.

Τα κύρια χαρακτηριστικά εν προκειμένω του έργου του Παλαμά είναι τα εξής: Πρώτον, πλήρης αποδοχή του παθητικού μέρους της ψυχής, δηλαδή των συναισθημάτων και της επιθυμίας, στην προοπτική της κοινωνίας μετά του Θεού. Οι άγιοι δεν είναι μόνον «θεωροί» αλλά και «κοινωνοί» του Θεού λέγει ο Παλαμάς υπονοώντας εδώ την επ ονόματι του Οσίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, ένωση νου και καρδίας: δεν σκεπτόμαστε μόνον το Θεό αλλά επίσης Τον αγαπούμε και Τον ποθούμε και μόνον έτσι μετέχουμε σ’ Αυτόν. Δεύτερον, πλήρης αποδοχή του σώματος. Το ανθρώπινο σώμα διαθέτει κατά τις Τριάδες υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, κεφαλαιώδους έργου και πονήματος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, «ενσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις» μπορεί δηλαδή να πνευματοποιηθεί ως ευλογημένο δημιούργημα του Θεού!

Τρίτον, η ένωση μετά του Θεού είναι ένωση καρδιακή, νοερά και σωματική. Τα ανθρώπινα πάθη, λέγει ο ησυχαστής αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, όχι μόνον δεν πρέπει να χαθούν, όπως μας δίδαξαν λόγου χάριν οι Στωικοί, αλλά πρέπει να μεταμορφωθούν εν Αγίω Πνεύματι, αλλάζοντας προσανατολισμό και αντικείμενο, προκειμένου να εναγκαλισθεί όλος ο πραγματικός άνθρωπος τον πραγματικό Θεό κατά Χάρη, (δηλαδή όχι κατα φύση, όπως η αρχαία Θεογονία δογμάτιζε).

     Προσεγγίζουμε κατόπιν τούτων την ουσία του θέματός μας. Ποιος είναι ο τρόπος αυτής της νέας, μη πλατωνικής αυτή τη φορά, ανάβασης ή έκστασης προς το Θεό; Η περιγραφή στην οποία προβαίνει ο αγ. Γρηγόριος Παλαμάς στο Ζ’ Αντιρρητικό του (11, 36) μοιάζει εκπληκτική.

Δυο είδη ανόδου προς το Θεό υπάρχουν μας λέγει. Η πρώτη γίνεται δια του νοός και μόνον. Αυτή είναι η άνοδος των φιλοσόφων προς τον Θεό και ο Παλαμάς δεν διστάζει να την ονομάσει απερίφραστα «φανταστικήν», μη πραγματική, δηλαδή και γεμάτη με φανταστικά είδωλα για το Θεό.

Το δεύτερο είδος ανόδου είναι αυτή της γραφίδος των ασκητών-θεολόγων. Αυτή συμβαίνει, όπως συγκλονιστικά το περιγράφει ο ησυχαστής άγιος, «μετά παντός είδους κτίσεως, ίνα το της εικόνος απηκριβωμένον ή» – με ολόκληρη τη δημιουργία, ούτως ώστε να είναι πλήρες το κατ’ εικόνα.

Ευρισκόμαστε στη θεολογική και ανθρωπολογική καρδιά του Ησυχασμού. Η έκσταση-άνοδος προς τον Θεό προϋποθέτει, μας λέγει μ’ άλλα λόγια ο Παλαμάς, για να είναι πραγματική και αληθινή, μια προηγούμενη βαθύτατη κίνηση καθόδου ή κένωσης, ούτως ώστε ο άνθρωπος να βαστάσει και να σηκώσει προς το Θεό όχι μόνον εαυτόν αλλά ολόκληρη μαζί τη δημιουργία – του άλλους ανθρώπους αλλά και τα υπόλοιπα κτιστά όντα.

Η έκσταση/άνοδος αυτή είναι αποφασιστικά και μόνον κοινωνική, όχι υπό την έννοια πως το συγκεκριμένο πρόσωπο καταργείται αλλά, αντιθέτως, τούτο το τελευταίο ακριβώς καθολικοποιείται. Έκσταση και κοινωνική καθολικοποίηση συμπίπτουν: η μια αποδεικνύει την αλήθεια της άλλης. Δεν μιλάμε απλά για επιτυχείς "διαπροσωπικές σχέσεις" αλλά για τη δυνατότητα τα πρόσωπα να μετέχουν το ένα μέσα στο άλλο εν πληρότητι αγάπης ασυγχύτως !!

Η μόνη απαράβατη προϋπόθεση για την αναστάσιμη άνοδο του πιστού προς τον Θεό είναι: ο σταυρός της καθόδου της κτιστής μεταπτωτικής φύσεως μας πρός τον Θάνατο. Δια Θανάτου αφθαροποιούμεθα! ...Θανάτω θάνατον πατήσας!

Έκσταση και κοινωνική καθολικοποίηση φαίνεται έτσι να συμπίπτουν: η μια αποδεικνύει την αλήθεια της άλλης.

Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να ομιλούμε για την έκσταση καταρχήν ως κάθοδο, κίνηση σταυρική που χωράει όλο το Ανθρώπινο Είναι, η οποία, αυτή και μόνη, αποδεικνύει ότι η έκσταση ως άνοδος είναι πραγματική και κατά Θεόν αληθινή.

Έξω από αυτήν την θεολογία υπάρχει ο επιδερμικός ελιτίστικος (ψυχολογοθεολογικός) στοχασμός, η εκκοσμικευμένη νοησιαρχική συνθηματολογία για αλλαγές στη Λατρεία και ο μοντερνιστικός λαϊκισμός στην πίστη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν διαπιστώνει «την νυν γλωσσαλγίαν και τους αυθημερινούς σοφούς και τους χειροτονητούς θεολόγους», οι οποίοι αρκούνται μόνον στο να θέλουν να είναι σοφοί, σαν τους παλιούς Φαρισαίους, λέγει: «Στους Πατέρες και ειδικά στον αγιο Γρηγόριο Παλαμά και σύνολη την Ορθόδοξη Νηπτική Παράδοση η ασκητική εσωτερικότητα και η έντονη προσευχητική εσωστρέφεια δεν είναι ψυχολογισμός ή επιστράτευση ψυχοσωματικών θρησκευτικών τεχνικών στύλ Υoga αλλά καθαρή οντολογία.

Οποιαδήποτε ασκητική και νηπτική μέθοδος αποβλέπει στόν «έσω άνθρωπο» (έκφραση καθαρά ως γνωστόν Βιβλική) η οποία είναι ο χώρος της εν Χριστώ ελευθερίας. Ελευθερία απο τα πάθη της σαρκός και της καρδίας, νοουμένης ψυχοσωματικώς, αλλά κυρίως πνευματικώς ως το κέντρον της ανθρωπίνου υπάρξεως. Πρόκειται για το μυστήριο της εκκλησιαστικής καθολικοποίησης του ανθρώπου, μέσω της ταπεινής και κενωτικής «συνεργίας» του θελήματος του ανθρωπίνου προσώπου με το θέλημα του Θεού εν Χριστώ.                   Βλέπουμε εδώ την ταύτιση της προσωπικής ανάστασης, της εκστατικής δηλαδή ανόδου προς τον Θεό, με την ζώσα περιχώρηση των πάντων, με το κουβάλημα δηλαδή όλης της πάσχουσας δημιουργίας στα πόδια του Θεού.

Η ασκητική εσωτερικότητα συμβαδίζει εδώ με την πιο βαθιά κοινωνικότητα, εις τρόπον μάλιστα ώστε η μια να επαληθεύει την άλλη. Η αυθεντική εσωστρέφεια εκφράζεται έτσι ως σταυρική αποδοχή του άλλου αδελφού η οποία με τη σειρά της, μόνο με την ταπεινή κένωση του έσω ανθρώπου είναι δυνατή.

Άκρως ενδεικτικά θα ήθελα να τονίσω πως η Δυτική θεολογία γνωρίζει πολύ καλά τη διανοητική άνοδο προς το Θεό, χωρίς το σώμα και την κοινότητα, μέσω κυρίως του Θωμά Ακινάτη.

Βρίσκεται στο κρίσιμο σημείο μάλιστα του ν’ αρχίσει να κατανοεί τον μάταιο ιδεαλισμό, τον φρούδο ατομικισμό αλλά και την παθητικότητα που εγκλείει η άνοδος αυτή, αφού δεν διαθέτει ούτε πραγματική κοινωνικότητα, ούτε διαλογική συνεργία Θεού και ανθρώπου. Είναι μεγάλη ανάγκη να βρεθούν ορθόδοξοι θεολόγοι σήμερα να μιλήσουν στη Δύση γι’ αυτήν την άνοδο δια της περιχωρητικής καθόδου, για την ψυχοσωματική και κοινωνητική μετά πάντων των όντων μετοχή στο Θεό η οποία διορθώνει την ολέθρια φανταστική – διανοητική θέα Του. Η ορθόδοξη θεολογία έχει απίστευτα καθυστερήσει στο να τα καταλάβει και να εξηγήσει όλα αυτά…

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, στο δρόμο που πρωτοπερπάτησε ο συγγραφεύς των Αρεοπαγιτικών Συγγραμάτων, αναφερόμενος στην έλλαμψη των Άνω αγγελικών δυνάμεων από τον Θεό «κατά τάξιν», δηλαδή από «της πρώτης ταξιαρχίας επί την δευτέραν και από ταύτης επί την ετέραν και καθεξής», λέγει ότι το ίδιο γίνεται και με τους Αγίους. «Από γαρ των προλαβόντων αγίων οι κατά γενεάν και γενεάν δια της των εντολών του Θεού εργασίας ερχόμενοι άγιοι, τούτοις κολλούμενοι, ομοίως εκείνοις ελλάμπονται».

Μιμείται κανείς στους προηγηθέντες Αγίους με την εργασία των εντολών του Θεού και ελλάμπεται όπως εκείνοι. Έτσι δημιουργείται μια διαχρονική αλυσίδα και κάθε κόμβος συνδέεται με τους άλλους με την πίστη, τα έργα και την αγάπη.

Αν η θεολογία δεν εκφρασθεί εμπειρικώς, γίνεται στοχασμός και κουράζει τους ανθρώπους, και αν η εμπειρία δεν στηριχθή στην θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων είναι μια ατομική ευσέβεια, η οποία μπορεί να έχη «συναφειακά» στοιχεία με όλες τις ασιατικές ανατολικές εθνοθρησκευτικές παραδόσεις.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ενοχλητικός για τους στοχαστικούς, φιλοσοφούντες θεολόγους που διακατέχονται από την «στοχαστική αναλογία-analogia entis», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Ακόμη, αυτός είναι ο λόγος, που κατά την γνώμη μου, αμφισβητούνται από μερικούς σύγχρονες, σημαντικές αγιορειτικές μορφές, όπως ο π. Πορφύριος, ο π. Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κλπ.

Ενοχλεί την σύγχρονη συγκρητιστική θεολογία ο βίος και η διδασκαλία των συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών» της εκκλησιαστικής ζωής.

Σε μια εισήγησή μου που έγινε στο παρελθόν προκειμένου να τεκμηριώσω την θεωρητική διδασκαλία της Εκκλησίας χρησιμοποίησα κείμενα του π. Πορφυρίου, ενός εξαγιασμένου Ιερομονάχου της εποχής μας. Αισθάνθηκα βαθύτατη έκπληξη όταν ορθόδοξοι θεολόγοι και Κληρικοί, που ήταν παρόντες, διαφώνησαν με την αναφορά μου σε λόγους του π. Πορφυρίου, διότι σύμφωνα με την άποψή τους, με τον τρόπο αυτό «ιδεολογοποιείται» η ορθόδοξη πίστη.

Επίμετρον.

Το μυστήριο των διαπροσωπικών σχέσεων και η ανθρώπινη τύφλωση.

Επιστολή 36 του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ

7 Ιουλίου 1968

… Ναι, και εγώ επίσης το πήρα απόφαση ότι το μυστήριο των διαπροσωπικών σχέσεων θα παραμείνει για μένα άλυτο ως το τέλος των ημερών μου, τέλος που ήδη πλησιάζει[1]. Έχει ενισχυθεί μέσα μου η συνείδηση ότι όλοι εμείς οι άνθρωποι στον ένα ή τον άλλο βαθμό είμαστε τυφλοί.

Βλέπουμε κάποιο μέρος της παγκόσμιας ζωής και βασιζόμαστε στις κρίσεις μας από τη «μερική» αυτή θεώρηση. Η μερική, ατομική αυτή θεώρηση κυριεύει τον άνθρωπο τόσο ισχυρά, ώστε να μην μπορεί να κρίνει διαφορετικά, παρά βασιζόμενος στη δική του αντίληψη ή, όπως είπα, θεώρηση των πραγμάτων.

Ως συνέπεια της χαρακτηριστικής σε όλους μας τυφλώσεως, όλοι ανεξαιρέτως, δεν κατανοούμε πότε πληγώνουμε τους άλλους, πότε καταστρέφουμε τη ζωή τους, πότε κρίνουμε γι’ αυτούς σύμφωνα με την αντίδραση εκείνη που αποδείχθηκε συνέπεια ίσως κάποιας δικής μας ενέργειας.

Γνωρίζουμε ότι στη βάση της προσωπικής μας συνείδησης βρίσκεται η επιθυμία του αγαθού, η αναζήτηση της τελειότητος, και κινούμενοι από τη βεβαιότητα για το δίκαιο της αναζητήσεώς μας τείνουμε αθεράπευτα να δικαιώνουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας. Και αυτό αποτελεί κοινή αρρώστια όλων μας. Από αυτό προέρχονται οι άλυτες συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Άλυτες, γιατί ο καθένας δικαιώνει τον εαυτό του απορρίπτοντας τη δικαιοσύνη του άλλου που στέκεται απέναντί του.

Δεν τα γράφω αυτά με σκοπό να σου καταλογίσω εκ νέου οτιδήποτε. Δεν γνωρίζω ποιος πρώτος με κάποια ορατή ή αόρατη κίνηση της ψυχής του προξένησε πληγή στην άλλη ψυχή. Γνωρίζω μόνο ότι δεν είναι δυνατό να σωθεί ο κόσμος διαφορετικά, παρά μόνο με το «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» [Ματθ. 6,12.].

Η δύναμη λοιπόν αυτή της συγχωρήσεως για τις πληγές που μας προξένησαν εκπορεύεται από το Πνεύμα το Άγιο. Αυτή ήταν φυσική στον άνθρωπο πριν από την πτώση του, αλλά τώρα είναι για μας υπερφυσική. Εμείς δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε με δική μας δύναμη για τον πόνο που ζήσαμε.

Σου έγραψα ήδη, μου φαίνεται, ότι από πολύ παλιά άρχισα να βλέπω όλα όσα «συμβαίνουν» σε μένα, όχι μόνο ως προσωπικό μου δράμα ή ακόμη και τραγωδία, αλλά ως αποκάλυψη εκείνων που διαδραματίζονται στον ανθρώπινο ωκεανό, στην απεραντοσύνη της ζωής του κόσμου, που περνάει από μένα σαν θάλασσα από κάποιον «πορθμό». Ο πορθμός αυτός δεν είναι η ίδια η θάλασσα, αλλά το νερό μέσα σε αυτόν είναι το ίδιο με το νερό της θάλασσας. Και αυτό αποτελεί τον δρόμο για τη βαθύτερη κατανόηση των λόγων του Χριστού: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτε και υμείς ποιείτε αυτοίς»[3] Ματθ. 7,12.

Συνεπώς αυτό είναι η μάθηση μας, το σχολείο μας· αυτό αποτελεί τον δρόμο προς την παγκόσμια γνώση, την οδό για την αφομοίωση της διδαχής του Χριστού, ως τότε ακατανόητης, παραμορφωμένης από τα πάθη και την «τύφλωση» μας.

Λοιπόν, αγαπητή μου Μαρία, ειρήνη σε σένα και χάρη Άνωθεν. Και μην φοβάσαι, δεν θα σε ανησυχήσω άλλο με τίποτε που θα μπορούσε να σου θυμίσει την πληγή σου.

Εγώ ο ίδιος είμαι τυφλός και δεν θυμάμαι καθόλου την πρώτη εκείνη χειρονομία μου, που εσύ κατανόησες με τον τρόπο που γράφεις γι’ αυτή. Συγχώρησέ με και δώσε μου την αγάπη σου…

 

 

 

Σημειώσεις

[1]Η παράγραφος αυτή είναι απάντηση του Γέροντος Σωφρονίου στο γράμμα της Μαρίας της 2ας Ιουλίου 1968, όπου αυτή γράφει για κάποια παρεξήγηση στις σχέσεις με έναν κοινό γνωστό.

[2]Ματθ. 6,12.

[3] Ματθ. 7,12. Πρβλ. Λουκ. 6,31.

Πηγή: Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Σαχάρωφ, Γράμματα στη Ρωσία εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας, 2009, σ. 114-115.


Εκτύπωση   Email