Ἡ ἐν Χριστῷ πρόσληψις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως κατὰ τοὺς Ἀντιοχειανοὺς θεολόγους τοῦ 5ου αἰῶνος

Η παρούσα διδακτορική διατριβή ασχολείται με την Χριστολογική διδασκαλία των σπουδαιότερων Αντιοχειανών θεολόγων του 5ου αιώνος, και πιο συγκεκριμένα των Θεοδώρου Μοψουεστίας, Νεστορίου Κωνσταντινουπόλεως και Θεοδωρήτου Κύρου. Σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα γίνεται αναφορά και στον Διόδωρο Ταρσού, ο οποίος έζησε και έδρασε στον 4ο αιώνα, διαδραματίζει όμως σπουδαίο ρόλο στην διαμόρφωση της διδασκαλίας των τριών παραπάνω εκπροσώπων της Αντιοχειανής Σχολής. Η εισαγωγή της διατριβής παρουσιάζει την ιστορία, την εξέλιξη, τα βασικά χαρακτηριστικά και κυρίως την σημασία της Αντιοχειανής Θεολογικής Σχολής για την Θεολογία της Εκκλησίας, καθώς και τις διαφορές της με την Θεολογική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Επίκεντρο στην παρουσίαση αυτή είναι η ιστορικογραμματική μέθοδος ερμηνείας της Αγίας Γραφής της Αντιοχειανής Θεολογικής Σχολής και η σχέση της προς την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας της Αλεξανδρινής Θεολογικής Σχολής. Το πρώτο κεφάλαιο αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος καταδεικνύεται ο ιστορικός και ανθρωποκεντρικός τρόπος ερμηνείας της Αγίας Γραφής από τους τρεις μεγάλους Αντιοχειανούς θεολόγους παρουσιάζοντας την ερμηνεία της θεμελιώδους Χριστολογικής φράσεως «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ιω. 1,14) από αυτούς, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτοί αντιλαμβάνονταν την μέθοδο ερμηνείας των Αλεξανδρινών. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η θεωρία περί υπάρξεως των Χριστολογικών σχημάτων «Λόγος – σαρξ» και «Λόγος – άνθρωπος» και την αντιστοιχία τους με την Χριστολογία των Αλεξανδρινών και των Αντιοχειανών αντιστοίχως. Έχοντας θέσει ως βάση και θεμέλιο της Αντιοχειανής Χριστολογίας τον τρόπο ερμηνείας της Αγίας Γραφής η διατριβή προχωρεί στην συνέχεια στην διαπραγμάτευση των τριών βασικών πυλώνων του οικοδομήματός της. Το δεύτερο κεφάλαιο διαπραγματεύεται τον πρώτο πυλώνα της Αντιοχειανής Χριστολογίας: πώς αντιλαμβάνονταν οι Αντιοχειανοί τον τρόπο με τον οποίο έγινε η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από τον Θεό Λόγο («κατ’ εὐδοκίαν ἕνωσις») και τί σημαίνει γι’ αυτούς ένωση θείας και ανθρώπινης φύσεως («συνάφεια»). Το τρίτο κεφάλαιο της διατριβής παρουσιάζει τον δεύτερο πυλώνα της Αντιοχειανής Χριστολογίας: τον τονισμό της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, ο οποίος είναι φυσικό επακόλουθο της χρήσεως από τους Αντιοχειανούς της ιστορικογραμματικής ερμηνευτικής μεθόδου, η οποία προβάλλει ως υποκείμενο των ιστορικών γεγονότων της ανθρώπινης ζωής του Χριστού την ανθρώπινη φύση, και της χρήσεως των όρων «κατ’εὐδοκίαν ἕνωσις» και «συνάφεια», η οποία εξασφαλίζει ότι η ένωση θείας και ανθρώπινης φύσεως τις διατηρεί ασύγχυτες. Το τέταρτο κεφάλαιο της διατριβής διαπραγματεύεται τον τρίτο και τελευταίο πυλώνα της Αντιοχειανής Χριστολογίας: την ύπαρξη ενός κοινού προσώπου για την θεία και την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής ασχολείται με το επιστέγασμα του όλου Αντιοχειανού Χριστολογικού οικοδομήματος, αυτό που αποτελεί την προς τα έξω έκφραση της Χριστολογίας των Αντιοχειανών θεολόγων του 5ου αιώνος: την άρνηση του όρου «Θεοτόκος» για την Παρθένο Μαρία, μέσω της οποίας η Αντιοχειανή Χριστολογία έγινε γνωστή στο ποίμνιο της Εκκλησίας και τελικά απορρίφθηκε ως ανεπαρκής να εξηγήσει το μυστήριο της ενώσεως θείας και ανθρώπινης φύσεως.


Εκτύπωση   Email