ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

newage 8.16.2016 1565x782

Πρωτοπρ. Κυριακού Τσουρού

 Μια ομολογία ενός πρώην θύματος

«Ένας από τους λόγους που έγραψα τα παραπάνω είναι για να μπορέσετε όλοι εσείς που ανήκετε σε ομάδες και “παρέες” ξένες Χριστού να φύγετε από το σκοτάδι που βρί­σκεστε και να έρθετε στο φως του Χριστού, ο Οποίος σάς περιμένει… Έχω την ελπίδα πως αυτά τα γραπτά ίσως έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία, όντας ικανά να καταγρά­ψουν γεγονότα και πρακτικές που χρησι­μοποιούνται όχι σε μία αλλά σε χιλιάδες αιρέσεις, παραθρησκευτικές οργανώσεις, σέχτες και σχετικές ομάδες».

   Η απελευθέρωση ενός θύματος από τα δεσμά της πλάνης (αίρεσης ή παραθρησκείας) είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Είναι πρωτίστως ένας ολοκληρωτικός συγκλονισμός του ίδιου του θύματος, που χω­ρίς την Χάρη του Χριστού μπορεί να οδηγη­θεί στην καταστροφή και την απόγνωση. Δεν είναι σπάνιο η απογοήτευση από την διάψευση των ονείρων και των ελπίδων που είχε στηρίξει ο οπαδός στον «αρχηγό» (γκουρού ή μεσσία) και στην ομάδα του να τον οδηγήσουν σε απεγνωσμένες ενέργει­ες και σε πράξεις αυτοκαταστροφής.

Είναι ακόμη δύσκολη η θέση της οικογέ­νειας που έχει το πρόβλημα, αφού έντεχνα καλλιεργήθηκε από την «ομάδα» στην ψυ­χή του οπαδού η πεποίθηση ότι η οικογέ­νειά του και όσοι της συμπαραστέκονται είναι οι «εχθροί».

Είναι τέλος δύσκολη και λεπτή η θέση εκείνων που θα θελήσουν να συμπαρα­σταθούν και να βοηθήσουν στην απεξάρτιση του θύματος και στην επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο και ιδιαίτερα στην Εκκλησία.

Στην μακρόχρονη ενασχόλησή μας με την αντιμετώπιση πολλών τέτοιων περι­πτώσεων έχομε διαπιστώσει στην πράξη πόσο επίπονο και δυσχερές είναι το έργο αυτό. Είναι αναμφισβήτητο ότι απαιτείται γι’ αυτό βαθειά γνώση του γενικωτέρου σκηνικού της σύγχρονης πλάνης, των με­θοδεύσεων και των τεχνικών που χρησιμοποιούν οι ποικίλες αιρέσεις και ιδιαίτερα του τρόπου «χειρισμού» των θυμάτων τους. Και πάνω απ’ όλα απαιτούνται με­γάλη υπομονή και επιμονή, στοργή, αλη­θινή αγάπη, κατανόηση, διάλογος, αληθι­νή φροντίδα, διάθεση πολλού χρόνου και θερμή προσευχή.

Η προσπάθεια εξ άλλου της Εκκλησίας μας είναι, όχι μόνο να απελευθερώσει ένα θύμα από τα θανατηφόρα ενίοτε δίκτυα της σύγχρονης πλάνης, αλλά και να το επανεντάξει υγιώς στην κοινωνία και ιδι­αίτερα στην Εκκλησία. Μόνο τότε θα είναι βέβαιο ότι το τραυματισμένο και ταλαιπω­ρημένο από την αίρεση άτομο θα νοιώσει την αγάπη του Χριστού και των εν Χριστώ αδελφών του, θα βρει το «νόημα της ζωής» και θα μπορέσει να αναπνεύσει ελεύθερα και να ζήσει θεραπευμένο από τις πληγές του.

Και δεν πρέπει να αγνοείται το γεγο­νός ότι το πρώην θύμα κουβαλά μαζί του ένα σωρό διεστραμμένες διδαχές της ορ­γάνωσης στην οποία άνηκε, ατέλειωτα ερωτηματικά, αμφιβολίες και αμφισβητή­σεις. Ακόμη, έχει καλλιεργηθεί μέσα του το αίσθημα της ενοχής για το ενδεχόμενο αποχώρησής του από την ομάδα, μετά τον «πνευματικό βιασμό» και τις απειλές που έχει υποστεί μέσα σ’αυτή.

Γι’ αυτό η απελευθέρωση ενός θύματος της πλάνης είναι μια ηρωική πράξη, πρω­τίστως γι’ αυτό το ίδιο το θύμα και συγχρό­νως γεγονός χαρμόσυνο για όλους όσους εγνώρισαν και έζησαν την περιπέτειά του

Μέσα από τις σελίδες τού περιοδικού μας έχομε αναφερθεί πολλές φορές στις αρνητικές συνέπειες στα άτομα, στην οι­κογένεια και στο κοινωνικό σύνολο από την δραστηριότητα των αιρέσεων. Έχομε ακόμη καταγράψει τις γνώμες πολλών εμπειρογνωμόνων για τον τρόπο απεξάρτισης των θυμάτων από τα «ψυχοναρκωτικά» των νεοφανών αιρέσεων. Πρωτοπόρος στον τομέα αυτό, – θεωρητικά με τα βιβλία του και πρακτικά με την ποιμαντική μέρι­μνα του – υπήρξε ο μακαριστός π. Αντώ­νιος Αλεβιζόπουλος1.

Στο παρόν άρθρο θα μεταφέρομε μια ομολογία που μας κατέθεσε ένας «απελεύ­θερος» οπαδός της πλάνης. Μέσα σ’ αύτη την ομολογία καταγράφονται και επιβε­βαιώνονται, στην πράξη, όσα κατά καιρούς υποστηρίξαμε για τις μεθόδους δραστη­ριότητας των αιρέσεων. Στο κείμενο αυτό φαίνονται καθαρά οι αρνητικές και επικίν­δυνες συνέπειες πάνω στα θύματα των αι­ρέσεων από την ένταξή τους στις διάφορες αιρετικές και παραθρησκευτικές ομάδες, αλλά προβάλλει και η ελπίδα που πάντοτε υπάρχει για κάθε θύμα να βρει το θάρρος καινά ζήσει τη στιγμή της απελευθέρωσής του από τα δεσμά της δουλείας, στην οποία είχε βρεθεί, πιθανώς από άγνοια και χωρίς να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς είχε κάνει.

Εμείς δημοσιεύομε εδώ την ομολογία αυτή, όχι μόνο γιατί επιβεβαιώνει τις θέ­σεις μας και τις απόψεις μας για τους κιν­δύνους που ελλοχεύουν από την ένταξη νέων κυρίως ανθρώπων στις ομάδες της σύγχρονης πλάνης, αλλά και διότι, άφ’ε­νός μεν, θα βοηθήσει στο να φανεί, μέσα από την πράξη, το μέγεθος της απειλής από τη δραστηριότητα των ομάδων αυτών και, άφ’ ετέρου, θα δώσει την ελπίδα – σε όσους ζουν με το πρόβλημα – ότι πάντο­τε, με τη χάρη του Κυρίου Ιησού, υπάρχει φως στο σκοτεινό τούνελ της αίρεσης, στο οποίο οι ίδιοι έχουν εγκλωβιστεί ή τα μέλη της οικογενείας τους.

α) Η δουλεία

Νέος, λοιπόν, ο «απελεύθερος» της πλά­νης στην περίπτωσή μας, μέλος ευυπόλη­πτης κοινωνικά οικογένειας, σπουδαστής, με καλή παιδεία και αγαθές προθέσεις και οράματα. Θα λέγαμε, καλοπροαίρε­τος νέος, με αρχές και με μέλλον ευοίωνο. Παράλληλα με τις σπουδές του, όπως συμ­βαίνει με πολλούς νέους, αναζητούσε να δει βαθύτερα τα πράγματα, να δώσει και νόημα στη ζωή του. Έτσι λοιπόν ομολογεί: «Ήθελα να με ορίσω ιδεολογικά ως μια ον­τότητα, ψάχνοντας για απαντήσεις για τα πάντα από παντού». Δικαιολογημένη και επαινετή η αγωνία του και η προσπάθειά του.

Όμως, καταγράφει ο ίδιος δύο μειονε­κτήματα του. Το ένα: «Για τον Χριστό είχα απλώς έναν άκρατο θαυμασμό και σεβασμό προς το πρόσωπό Του, αλλά καμία σχέση με τα δώρα της Ανάστασής Του». Και το δεύτε­ρο: «Όντας μακριά από το σπίτι μου και την οικογένειά μου προσπαθούσα να βρω κάτι ή κάποιον που θα με καθοδηγούσε στην ανα­ζήτησή μου αυτή».

Εδώ καταγράφονται δύο από τις πιο βασικές αιτίες που οδηγούν στην πλά­νη. Η άγνοια και μάλιστα πάνω σε ζωτι­κούς οντολογικούς προβληματισμούς και η ελλιπής κατήχηση τού νέου. Και έπειτα η κατάσταση «υψηλού κινδύνου» του νέ­ου σπουδαστή, η απομάκρυνση από την οικογένειά του. Και οι δύο καταστάσεις δημιουργούν στην ψυχή του κενό, μονα­ξιά, ανάγκη διαλόγου και στήριξης «για τα πάντα από παντού». Στην αναζήτη­ση του αυτή, εμφανίζεται ο «φωτισμένος σωτήρας», είτε αυτός λέγεται γκουρού ή μεσσίας ή «δάσκαλος» ή ψυχοθεραπευτής κ.ο.κ., για να «καλύψει το κενό». Βέβαια ο καλόπιστος και ανυποψίαστος νέος, βλέ­ποντας έναν «βομβαρδισμό–αγάπης» εκ μέρους του «δασκάλου», σκλαβώνεται από το «ενδιαφέρον» του, τον εκλαμβάνει ως «παντογνώστη» -όπως του παρουσιάζεται – και «ανιδιοτελή» -όπως λέει- καθοδηγητή του, τον εμπιστεύεται τυφλά και δέχεται ανεπιφύλακτα την προσφορά του. Έτσι ο νέος αρχίζει να συζητεί μαζί του «για θέμα­τα μεταφυσικά και παραφυσικά».

Εκεί άκουσε ο υποψήφιος οπαδός για «οράματα», για «επιταγές του Θεού», για «εκλεκτούς», για «γνώση» και μάλιστα «μυ­στική», για «δυνάμεις», που θα αποκτού­σαν οι «εκλεκτοί» κ.ο.κ.

Εντυπωσιάστηκε ο νέος και παραδόθη­κε ολοκληρωτικά στον «δάσκαλο». Σημει­ώνει ο ίδιος: «Μη έχοντας στέρεες βάσεις να αντικρούσω τα όσα μου έλεγε πείστηκα πως όντως ήταν ένα άτομο με Θεία αποστο­λή. Τον άφησα λοιπόν να με καθοδηγήσει ενώ θα τον βοηθούσα όσο μπορούσα στη θεί­α του αποστολή. Η αρχή αυτής της σχέσης μας βρήκε αυτόν στο ρόλο του δασκάλου και εμένα στο ρόλο του μαθητή».

Σιγά σιγά άρχισε ο νέος να αισθάνεται ότι πράγματι είναι κι αυτός ένας «εκλε­κτός»: «Ένιωθα ξεχωριστός από τους υπό­λοιπους συνανθρώπους γύρω μου, εκλε­κτός. Δεν ήμουν πια ένα ασήμαντο παιδί που προσπαθούσε να βρει απαντήσεις μέσα στα πλήθη, ήμουν πια μια οντότητα που αντίθε­τα με τους άλλους έψαχνε απαντήσεις για ανώτερα πνευματικά θέματα και γι’ αυτό ο Θεός του τις έδωσε μέσα από ένα πνευματι­κό άτομο».

Στη φάση αυτή ο νέος οπαδός δεν εί­ναι σε θέση να αντιληφθή που στοχεύει ο «δάσκαλος». Δεν υποπτεύεται και δεν μπορεί να φανταστεί ότι ο όλος χειρισμός του αποβλέπει στην ολοκληρωτική υποδού­λωσή του, στην εκμηδένιση της προσωπι­κότητας του και στην τυφλή υποταγή του στα σχέδια, στους σκοπούς και στα ιδιοτε­λή συμφέροντα του «δασκάλου». Γι’ αυτό όταν άρχισε να προβάλλει «αντιστάσεις αμφισβητώντας τον φέροντας του λογικά επιχειρήματα», τότε άρχισε ο «δάσκαλος» τις «αποκαλύψεις», με τις οποίες «έπεισε» τελικά τον «μαθητή» του για την «θεϊκή» του αποστολή.

Τώρα ο «μαθητής» αισθάνθηκε «όχι μό­νο αλαζονικά ξεχωριστός που (είχε) είχα επιλεχθεί μέσα από μία καθόλου τυχαία σύμπτωση, να κατέχω τη Γνώση μέσα από ένα θεόπνευστο άτομο, αλλά και σίγουρος γι’ αυτή τη Θεϊκή του προέλευση λόγω της οποίας «δεν είχα κανένα δικαίωμα να τον αμ­φισβητήσω σε οτιδήποτε». Θυμάμαι, λέει, ότι «αισθανόμουν πια ιδιαίτερος αφού συμ­μετείχα σε ένα απόκρυφο σχέδιο του Θεού με δυνάμεις ουσιαστικά προερχόμενες από αυτόν μέσω ενός απεσταλμένου του».

Η καλλιέργεια της αλαζονείας και της υπεροπτικής συμπεριφοράς στους οπα­δούς -που συστηματικά εφαρμόζεται σε όλες αυτές τις ομάδες- κάνει το θύμα να βλέπει τους άλλους, τους αμύητους, ως όν­τα κατώτερα, αμαθή, άξια οίκτου, αν όχι ως «βέβηλους».

Όπως όμως συμβαίνει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μεγάλο εμπόδιο για την επί­τευξη του σκοπού της ομάδας και του αρ­χηγού είναι η οικογένεια και το παρελθόν του οπαδού. Γι’ αυτό, μέσα στις τεχνικές που εφαρμόζονται από τις ομάδες αυτές, είναι και η αποκοπή του υποψηφίου οπα­δού από την οικογένεια του και το μέχρι τότε παρελθόν του, ώστε να τα ξεγράψει, να τα θεωρήσει ως «χαμένο χρόνο» και λαθεμένη πορεία και να αναζητήσει μια «σωστή» πορεία μέσα στην ομάδα, να ανα­γεννηθεί μέσα στο νέο περιβάλλον του.

Έτσι και ο νέος στην περίπτωσή μας ομολογεί: «Θέλησε να μας κάνει να ξεκό­ψουμε σταδιακά από τις άλλες παρέες μας και την οικογένεια μας έτσι ώστε να είμαστε ολοκληρωτικά δικοί του. Άρχισε λοιπόν να κατηγορεί τους φίλους μας χωρίς να τους έχει αντικρύσει έστω οπτικά, πράγμα που δεν χρειαζόταν να συμβεί έχοντας υπέρ­γειες δυνάμεις. Η τεχνική ήταν η εξής: μας έλεγε να περιμένουμε για να δούμε πως κάποια στιγμή και οι φίλοι και οι συγγενείς μας θα μας τον κακολογήσουν και θα μας ζητήσουν να απομακρυνθούμε από αυτόν».

Η «προφητεία» τού «δασκάλου» «επα­ληθευόταν», βεβαίως, σε λίγο όταν, όπως ήταν επόμενο, η οικογένεια αντιδρούσε για την κατάσταση τού παιδιού της. Το επι­βεβαιώνει ο συντάκτης της «ομολογίας»: «Αυτό βέβαια συνέβαινε αφού όταν κάποιος ζει σε μια κατάσταση δαιμονική η εμφάνισή του αλλάζει εσωτερικά και εξωτερικά έχον­τας μετατραπεί σε ένα αλλοπρόσαλο αγρίμι και οι δικοί του άνθρωποι που πραγματικά τον αγαπούν ανησυχούν γι’ αυτόν».

Ο «δάσκαλος», τότε, λέει ο νέος της «ομολογίας», «όταν μας έλεγαν οι δικοί μας άνθρωποι να απομακρυνθούμε αυτός ατά­ραχος μας υπενθύμιζε την πρόβλεψή του πως θα συνέβαινε αυτό και μεμψίμοιρος με­λαγχολούσε για το χλευασμό που γνώριζε από τους ανθρώπους χωρίς λόγο κατά ένα τρόπο μαρτυρικό το τελευταίο στάδιο αυ­τής της τεχνικής ελέγχου ήταν το συμπέρα­σμα πως στο πρόσωπο του θα βρίσκαμε επι­τέλους την αληθινή φιλία και οικογένεια».

Αν ο μέλλων οπαδός επιτύχει στα μάτια του «δασκάλου» και σ’ αυτή την «δοκιμα­σία» και «καταλείψει τον πατέρα αυτού και την μητέρα» για χάρη του «δασκάλου», τότε έχει ολοκληρωθεί πλέον το σχέδιο τού χειρισμού του και μπορεί να ανήκει στους «εκλεκτούς». Δηλαδή ουσιαστικά να έχει καταστεί ένα πειθήνιο και άβουλο όργα­νο του αρχηγού της ομάδας, το οποίο είναι έτοιμο να δεχθεί οποιαδήποτε διδαχή και εντολή του «δασκάλου». Πράγμα που συ­νέβη και στην περίπτωσή μας.

Έτσι ολοκληρώνεται η φάση του «ποδηγετισμού» του οπαδού. Με τις τεχνικές αυ­τές, λέει στην ομολογία του ο πρώην οπα­δός, ήμουν έτοιμος «να αναγνωρίσω ολο­κληρωτικά τη θεϊκή του ιδιότητα την οποία δεν είχα κανένα δικαίωμα να αμφισβητήσω όντας ένας τρωτός, αγνώμων άνθρωπος».

Με όλες αυτές τις μεθοδεύσεις επιδιώκε­ται να πεισθούν οι οπαδοί ότι, ό,τι κάνουν το κάνουν για το καλό του κόσμου και το δικό τους καλό, για την δική τους πνευμα­τική ανέλιξη, χωρίς να υποψιάζονται ότι υπηρετούν δουλικά τα συμφέροντα και τις επιθυμίες του «δασκάλου». Στη συνέχεια, ο «δάσκαλος» κάνει την τρομερή «αποκά­λυψη» ότι «ο δεύτερος Μεσσίας ήταν αυ­τός». Και τότε «άρχισε για πρώτη φορά να μας ζητάει να κάνουμε πράγματα γι’ αυτόν, τα οποία θα μας βοηθούσαν να ανέλθουμε πνευματικά και να αποκτήσουμε δυνάμεις με τις οποίες θα τον βοηθούσαμε να πολε­μήσει στην “τελική μάχη”».

Οι οπαδοί, μετά από αυτή την «αποκά­λυψη» αισθάνονταν πλέον υπεροπτικά ως εκλεκτοί φίλοι του «δασκάλου», που τον βοηθούσαν στην εκπλήρωση της σπου­δαίας αποστολής του. Το βεβαιώνει ο συν­τάκτης της «ομολογίας»: «Μετά απ’ αυτή τη φάση ήμασταν πια κάτι παραπάνω από φίλοι, ήμασταν μια ιερή ομάδα η οποία υπά­κουε στις βουλές, τα οράματα και τις θεόπνευστες εντολές του».

Στο τέλος, ο «δάσκαλος», για να εγ­κλωβίσει, να «δέσει» μαζί του τον οπαδό, εφαρμόζει την έσχατη επέμβαση πάνω στην προσωπικότητά του, τον εκφοβισμό, μια τακτική που συναντούμε σε όλες τις αιρετικές και παραθρησκευτικές ομάδες. Κι’ αυτό το επιβεβαιώνει ο συντάκτης της «ομολογίας»: «Η τελευταία φάση για να μας κάνει ολοκληρωτικά δικούς του ήταν ο εκφοβισμός και η εγγύηση πως μόνο μαζί τον θα είμαστε ασφαλείς».

Οι τρόποι και οι μέθοδοι που εφαρμό­ζονται στην φάση αυτή είναι πολλοί και ποικίλοι. Σε άλλες ομάδες ζητούνται γρα­πτές «εξομολογήσεις» της μέχρι τότε ζωής τού οπαδού, με καταγεγραμμένες όλες τις πράξεις του, τα σφάλματά του και τις αδυναμίες του, ακόμη και τις τυχόν εγ­κληματικές ενέργειές του. Όχι βέβαια για να τού συγχωρηθούν, όσα ως άνθρωπος έπραξε, αλλά για να χρησιμοποιηθούν στην κατάλληλη στιγμή εναντίον του. Σε άλλες ομάδες εφαρμόζεται η διοργάνωση ομαδικών οργιαστικών τελετών ή ταπει­νωτικών πράξεων -στις οποίες συμμετέχει υποχρεωτικά ο οπαδός- με τις οποίες κα­ταρρακώνεται η προσωπικότητά του και υποτάσσεται άβουλα στις επιθυμίες τού αρχηγού. Παράλληλα, υποβάλλεται στο θύμα η πεποίθηση ότι, αν φύγει από την ομάδα, όχι μόνο θα χάσει τα αγαθά της πνευματικής ανέλιξής του, που τού προ­σφέρει ο αρχηγός, αλλά και θα κινδυνεύσει να εκτεθεί στα μάτια, όχι μόνο των πρώην συνοδοιπόρων του, αλλά και των δικών του και της κοινωνίας.

Ο συντάκτης της «ομολογίας» δεν ανα­φέρεται ειδικά στους τρόπους και τα μέσα του εκβιασμού που εφαρμοζόταν σ’ αυτή την ομάδα. Κάνει μόνο λόγο για περίεργα τηλεφωνήματα τα οποία, κατά την διαβε­βαίωση του «δασκάλου» γίνονταν από κά­ποιους «άλλοις», που «ήταν άτομα σαν κι’ εμάς που γνωρίζαμε πως το τέλος του κόσμου πλησιάζει, αλλά είχαν πάρει το μέρος τού διαβόλου… όλοι παρακολουθούμαστε από αυτούς τους “άλλους”, οι οποίοι όντας λάτρεις του διαβόλου είχαν θέσεις εξουσίας και με δύναμη ουσιαστική με την οποία ελέγχουν τις ανθρώπινες μάζες». Έτσι, η ομάδα είναι το «καταφύγιο» και η ένταξη και παραμονή μέσα σ’ αυτή εξασφαλίζει τους οπαδούς από τον κίνδυνο του «διαβό­λου». Αν φύγουν από την ομάδα κινδυνεύ­ουν και προδίδουν τον υψηλό προορισμό τους για τον οποίο είχαν επιλεγεί, δηλαδή το καλό του κόσμου.

Αυτή η κατάσταση τρομοκρατίας που περιγράφεται στην περίπτωσή μας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κοινό χα­ρακτηριστικό των μεθοδεύσεων που εφαρ­μόζονται στις διάφορες ομάδες της πλά­νης. Εκείνα που πιθανώς αλλάζουν είναι οι τίτλοι των ομάδων και τα ονόματα των αρχηγών και μερικές φορές οι αρχές της διδασκαλίας τους και η κατεύθυνση της ιδεολογίας τους.

β) Η ελευθερία – «Εις εαυτόν δε ελθών»

Είπαμε ήδη στην αρχή, πόσο δύσκολο είναι το έργο της απεξάρτησης από μια αίρεση και της επανένταξης στο κοινωνικό σύνολο ενός διαλυμένου συνήθως ψυχο­σωματικά θύματος. Οι αρνητικές συνέπει­ες από την ένταξη σε μια αίρεση ή παραθρησκευτική ομάδα είναι δραματικές και καταστροφικές, τόσο για το ίδιο το θύμα, όσο και για το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του.

Οι περισσότερες απ’ αυτές τις ομάδες χρησιμοποιούν τρόπους, μέσα και μεθόδους που βασίζονται στη διαπίστωση και εντόπι­ση κενών. Οικοδομούν συχνά πάνω σε άτομα, τα οποία νοιώθουν ανικανοποίη­τα από το φυσικό οικογενειακό, πνευ­ματικό ή και κοινωνικό τους περιβάλλον και τους υπόσχονται την «θαυματουργική συνταγή», η οποία θα λύσει όλα τους τα προβλήματα. Σιγά σιγά δημιουργείται μια πλήρης εξάρτιση του ατόμου, είτε από την ομάδα είτε από το «θεϊκό» πρόσωπο του γκουρού, εξάρτηση όχι απλώς ψυχολογική, αλλά και υπαρξιακή.

Το άτομο, ασυναίσθητα ή και εν γνώσει του, θυσιάζει την πολύτιμη προσωπική ελευθερία του και υποτάσσεται τυφλά στον γκουρού ή στον «μεσσία» ή στην «ομάδα», από τους οποίους αναμένει τα πάντα. Απομακρύνεται συγχρόνως από το εξωτερικό περιβάλλον (οικογένεια, επάγγελμα, σπουδές, κοινωνία) και αφιερώνει τη ζωή του, τον χρόνο του, την περιουσία του στο σκοπό της ομάδας. Γι’ αυτό το άτομο το παν είναι ο αρχηγός, που περιβάλλεται με θεϊκή αυθεντία, είτε αυτός ονομάζεται «μεσσίας» είτε «θεός», είτε «απεσταλμένος του Θεού», είτε «αγωγός του Θεού», είτε «δάσκαλος» κ.ο.κ.

Οι εκφοβισμοί, οι απειλές, οι υποσχέσεις, η καταπίεση, η πλήρης απασχόληση και η καταναγκαστική εργασία, η απαγόρευση επαφής και επικοινωνίας με τους έξω από την ομάδα, σε μερικές περιπτώσεις οι εξαντλητικές νηστείες, η στέρηση στοιχειωδών δικαιωμάτων (γάμου, μεταγγίσεως αίματος, στρατεύσεως κ.ο.κ.), συνοδευόμενες από ατέλειωτα «σεμινάρια» (ακριβοπληρωμένα ή μη), συσπειρώνουν τους οπαδούς και τους υποδουλώνουν. Ακόμη, διαβολοποιούν το έξω περιβάλλον, υποβαθμίζουν τους εκτός της ομάδος (είναι σε κατώτερα επίπεδα ή αμαρτωλοί, βέβηλοι ή η πόρνη Βαβυλώνα). Έτσι το θύμα τρέμει στη σκέψη και μόνο να εγκαταλείψει την οργάνωση. Που να πάει;

Δεν είναι υπερβολή όταν γίνεται λόγος για θύματα, για εξαπάτηση, για δουλεία, για συμφέροντα, για εγκλήματα, για απειλή, για ανάγκη λήψεως μέτρων. Όχι τυχαία, αλλά αντιθέτως πολύ επιτυχώς, πολλές από τις ομάδες αυτές χαρακτηρίσθηκαν από διεθνείς οργανισμούς ως «ολοκληρωτικές ομάδες», «ομάδες χειρισμού του νού», «καταστροφικές λατρείες» ή «ελευθεριοκτόνες ομάδες» κ. α.

Η Ζ’ Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη της Αλιάρτου Βοιωτίας (20-26.9.95) παρατηρεί για τις παγίδες που στήνουν οι διάφορες ομάδες: «Οι αποκρυφιστικές ολοκληρωτικές ομάδες υπόσχονται “δύναμη”, “γνώση”, “επιρροή”, “εμπειρίες”. Το άτομο καθοδη­γείται να πιστέψει ότι μέσα από τις τεχνικές της ομάδας θα γίνει ανώτερο από τους άλλους ανθρώπους, ότι θα αναπτύξει όλες τις δυνάμεις που κρύβει μέσα του και δεν το γνωρίζει, ότι θα φθάσει σ’ ένα ανώτερο εξελικτικό επίπεδο, ότι θα επιβάλει στους άλλους ανθρώπους να το υπολογίζουν και να το φοβούνται, ότι δεν θα χρειάζεται να υπακούει σε οποιαδήποτε αυθεντία (γονείς, δασκάλους κ.ο.κ.) ή να συμμορφώνεται με οποιουσδήποτε ηθικούς κανόνες· ότι δεν θα έχει καμμία ή κανέναν ανάγκη, ότι τελικά θα γίνει υπεράνθρωπος, “θεός”! Όλες οι επιθυμίες του θα εκπληρώνονται αυτοστιγμί. Θα κάνει ό,τι θέλει. Η θέλησή του θα είναι ο μοναδικός νόμος»2.

Όμως, υπογραμμίσαμε ήδη από την αρχή, ότι ποτέ δεν πρέπει να χάνεται η ελπίδα. Χρειάζεται μια κρίσιμη στιγμή, μια ευλογημένη στιγμή, κατά την οποία μια κρίση στη σχέση του οπαδού με την ομά­δα ή τον αρχηγό, ένας προβληματισμός, οδηγεί στο «ξύπνημα» από τον «λήθαργο» της αυταπάτης και ένα φως στο σκοτεινό τούνελ φωτίζει την έξοδο από την πνευμα­τική σκλαβιά. Και τότε, η πνοή της Θείας Χάριτος θα απαλύνει το αυχμηρό και δι­ψασμένο από το αλμυρό και θολό νερό της πλάνης έδαφος της φυλακισμένης μέχρι τότε ψυχής και θα ανατρέψει τα πάντα. Τότε ο πλανεμένος άνθρωπος, «εις εαυτόν ελθών», ατενίζει το φως του Χριστού και σπάζει τα δεσμά της πλάνης.

Αυτή ακριβώς η σωτήρια στιγμή έφθα­σε και για τον συντάκτη της «ομολογίας», όταν ξαφνικά διεπίστωσε να συμβαίνουν παράξενα πράγματα, με «περίεργα τηλεφωνήματα» και τις «δικαιολογίες» του «δασκά­λου». Διεπίστωσε ακόμη μια «μισανθρωπιστική συμπεριφορά και περιφρόνηση προς τον άνθρωπο» του «δασκάλου» και είδε να γίνεται «φανερή η διαφορά μεταξύ ενός αυτοαποκαλούμενου μεσσία και του ενός αληθινού Μεσσία, του Ιησού Χριστού». Ο νους και η καλοπροαίρετη καρδιά του παρα­συρμένου και εξαπατημένου από τον πολλά υποσχόμενο «δάσκαλο» νέου ανένηψαν και προβληματίστηκαν σοβαρά. Ξύπνησε μέσα του το παρελθόν, οι αρχές που είχε πάρει από την οικογένεια του και την παιδεία του. Το προσωπείο του «δασκάλου» κατέπεσε και φάνηκε το πραγματικό, το απάνθρωπο και βλοσηρό πρόσωπο της πλάνης. Είναι δυνατόν ένας «μεσσίας», που υπόσχεται τον πνευματικό φωτισμό και την «σωτηρία» του άνθρωπου να είναι μισάνθρωπος;

Το θύμα άρχισε να σκέπτεται ελεύθερα και να απαιτεί τα ανθρώπινα δικαιώματά του. Δεν είναι ανεκτό να υβρίζεται από ένα -υποτίθεται- «φωτισμένο δάσκαλο», ο άνθρωπος γενικά, το τελειότερο και θαυμασιώτερο δημιούργημα του Θεού! Γι’ αυτό ξεσπά με αγανάκτηση: «Ο Θεός μας αγαπά τόσο πολύ που δέχθηκε να επενδυθεί τη φθαρτή ανθρώπινη φύση μας με μοναδικό σκοπό να μας δοξάσει με τη νίκη του κατά του θανάτου και το θρίαμβο της Ανάστασης. Δέχθηκε να ταπεινωθεί τόσο πολύ από ανθρώπους γιατί είμαστε τόσο σοφά και άγια πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Η ομορφιά που έχουμε είναι τόσο μεγάλη που ίσως μόνο Αυτός που μας την έδωσε μπορεί να συλλάβει το μέγεθός της». Ο δρόμος για την ελευθε­ρία έχει πλέον ανοίξει. Η επιστροφή στην ελευθερία του Χριστού άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Το πρώην θύμα της πλά­της και της απάτης έγινε πλέον «απελεύ­θερος Κυρίου» (Α’ Κορ. ζ’ 22).

Μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες που ζει το εγκλωβισμένο θύμα της αίρεσης, η κρίσιμη στιγμή της αφύπνισης, η απόφαση για διάρρηξη των δεσμών του με την ομάδα και τον αρχηγό και η φυγή προς την ελευθερία, είναι συνήθως μια μακρυνή, δύσκο­λη και μερικές φορές, δυστυχώς, αδύνατη προοπτική. Όμως, υπάρχει πάντοτε ελπί­δα. Η υπομονή και η στοργή της οικογέ­νειας του, -η οποία ποτέ δεν πρέπει να πά­ψει να το αγαπά- η σωστή συμπεριφορά και οι σωστές κινήσεις του οικογενειακού περι­βάλλοντος και όλων όσων προσπαθούν να βοηθήσουν και να συμπαρασταθούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος, και πάνω απ’ όλα η επίκληση της βοήθειας του Κυ­ρίου, είναι τα μοναδικά και ενδεδειγμένα μέσα και οι τρόποι που θα συμβάλουν κα­ταλυτικά, ώστε μια καλοπροαίρετη καρδιά ενός θύματος να αντιληφθεί την λαθεμένη και οδυνηρή κατάσταση στην οποία βρίσκε­ται και να αναζητήσει τον δρόμο προς την ελευθερία. Κι’ εδώ δεν πρέπει να αφήσουμε να μας εγκαταλείψουν ποτέ η συνεχής προ­σπάθεια και κυρίως η ελπίδα.

Τότε συντελείται το θαυμαστό γεγονός -το θαύμα- της αναγέννησης του πλανε­μένου άνθρωπου και η εν Χριστώ απολύ­τρωσή του και η αποκατάστασή του. Τότε «έρχεται εις εαυτόν» και αντιλαμβάνεται την εξαπάτηση την οποία υπέστη και ατε­νίζει το φως του Χριστού, επιστρέφει στην Εκκλησία και, ουσιαστικά, στη ζωή. Αυτό μας έχει διδάξει η πολυετής εμπειρία μας, αυτό διακηρύσσει περίτρανα και η «ομολο­γία» που μεταφέρουμε εδώ.

Πιθανώς, ο συντάκτης της «ομολογί­ας» -ως άπειρος νέος- συνάντησε λάθος πρότυπα ζωής. Ίσως το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του να μην τον «γέμισαν». Η άγνοια και οι μεταφυσικές αναζητήσεις του ασφαλώς έγιναν οι αιτίες φυγής προς «ιδανικώτερες» γι’ αυτόν κατα­στάσεις. Αυτά και άλλα ίσως δεδομένα συ­νετέλεσαν στον αποπροσανατολισμό του και στην τυφλή εμπιστοσύνη που έδωσε & αυτόν που παρουσιάστηκε μπροστά του ως «φωτισμένος δάσκαλος» και «μεσσίας», υποσχόμενος την λύση όλων των προβλη­μάτων του.

Ο νέος μας συνάντησε πολλές δυσκολί­ες στις αναζητήσεις του. Προσπάθησε να αντισταθεί στο αρνητικό κλίμα και στο υλι­στικό ρεύμα της εποχής του. Βρήκε όμως μπροστά του την ειρωνεία από τους «βολε­μένους» στο σύστημα και την ανεπάρκεια ή την απροθυμία από εκείνους από τους οποίους νόμισε ότι θα του συμπαραστα­θούν. Όπως ο ίδιος γράφει, διεπίστωσε ότι «Το πετυχημένο μοντέλο ανθρώπου φα­ντάζει να είναι κάποιος που έχει πετύχει την αναγνώριση από τους ανθρώπους και όχι από τον Θεό. Όσα περισσότερα έχει κατακτήσει κάποιος σε αυτόν τον κόσμο τόσο πιο μεγάλος νιώθει».

Μέσα σ’ ένα τέτοιο πρότυπο ζωής, ο σύγ­χρονος άνθρωπος και κυρίως ο νέος, δεν θέτει τους απαραίτητους και ορθούς πνευ­ματικούς προβληματισμούς. «Έχοντας προσκολληθεί αποκλειστικά σε υλικά αγα­θά, η συζήτηση και μόνο για θέματα που αφορούν γενικά πνευματικούς, υπαρξια­κούς και οντολογικούς προβληματισμούς φαντάζει ξένη, απόμερη και κάπως άβολη μέσα σε μια μοντέρνα παρέα». Γι’ αυτό, ο νέος μας, προτού ακόμη πέσει στα χέρια του «δασκάλου», έφθασε στο απογοητευτι­κό γι’ αυτόν συμπέρασμα, ότι «η εποχή που ζούμε δεν προσφέρεται για να καταπιαστεί κάποιος με τον εαυτό του και να μπορέσει να ορίσει αυτόν και το πιστεύω του». Έτσι λοιπόν βρέθηκε και ο ίδιος, όπως και τόσοι άλλοι νέοι μας, σε κατάσταση «υψηλού κινδύνου». Τότε ο νέος γίνεται ευάλωτος και πολύ εύκολα μπορεί να γίνει θύμα τού κάθε «επιτήδιου».

Όταν, για κάποιο λόγο, ο σύγχρονος νέος θέσει αυτούς τους σοβαρούς προβλη­ματισμούς και δεν βρεθεί μπροστά του το κατάλληλο πρόσωπο ή το κατάλληλο οικογενειακό και κοινωνικό -γιατί όχι, και εκκλησιαστικό- περιβάλλον, με την σωστή απάντηση, έρχεται να συμπληρώσει αυτή την ανάγκη και αυτό το κενό ο οιοσδήποτε. Αυτό επισημαίνει και ο νέος της «ομολογίας»: «Όταν Λοιπόν θελήσει κάποιος να μά­θει ποιος είναι και που ανήκει, με δεδομέ­να τα προηγούμενα, είναι πολύ εύκολο να καταλήξει σε μονοπάτια που οδηγούν στο θάνατο του πνεύματος και του σώματος του και όχι στην αιώνια ζωή που απλόχερα μας προσφέρει ο Θεός, ο Ιησούς Χριστός και το Άγιο Πνεύμα».

Ο νέος μας θέλησε να απωθήσει το αρνητικό πρότυπο ζωής και ανεζήτησε την απάντηση. Μας το είπε ο ίδιος πριν: «Ήθελα να με ορίσω ιδεολογικά ως μια οντότητα, ψάχνοντας για απαντήσεις για τα πάντα από παντού». Εκεί που προσέτρεξε, ανύποπτος και απληροφόρητος όπως ήταν, νόμισε ότι βρήκε το σωστό νόημα ζωής. Έτσι, πίστεψε καλοπροαίρετα ότι βρήκε την λύση των προβλημάτων του στον «δάσκαλο» που βρέθηκε μπροστά του. Όμως, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων και όπως ο ίδιος το επιβεβαιώνει, η επιλογή του αυτή δεν ήταν η σωστή, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα ήταν γι’ αυτόν καταστροφικό.

Ευτυχώς όμως, ήλθε και γι’ αυτόν η στιγμή της ανάνηψης και της επιστροφής, που τον οδήγησε στην λύτρωση. Και τό­τε κατάλαβε ότι «ο Θεός είναι εκείνος που φροντίζει τη ζωή μας όταν Τον αφήσουμε να την καθοδηγήσει». Αυτή ήταν η ευλογημένη στιγμή της εν Χριστώ ελευθερίας του. Και διακηρύσσει πλέον με βεβαιότητα: «Μια ζωή χωρίς τον Ιησού Χριστό οδηγεί στο θάνατο ενώ μια ζωή με το Χριστό οδηγεί στην αιώνια ζωή».

Αφού όμως ο ίδιος βρήκε τον δρόμο της επιστροφής, την ελευθερία και την σωτη­ρία του κοντά στον Ιησού Χριστό, απλώνει την αγάπη του προς τους πρώην «αδελ­φούς» του στην πλάνη. Αφού γεύθηκε ο ίδιος τους γλυκείς καρπούς της εν Χριστώ ελευθερίας νοιάζεται και για τους άλλους πλανεμένους και αισθάνεται την ανάγκη να καλέσει κι’ αυτούς να τον ακολουθή­σουν στον δρόμο για την ελευθερία: «Ένας από τους λόγους που έγραψα τα παραπάνω είναι για να μπορέσετε όλοι εσείς που ανήκετε σε ομάδες και “παρέες” ξένες Χριστού να φύγετε από το σκοτάδι που βρί­σκεστε και να έρθετε στο φως του Χριστού, ο Οποίος σάς περιμένει… Έχω την ελπίδα πως αυτά τα γραπτά ίσως έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία, όντας ικανά να καταγρά­ψουν γεγονότα και πρακτικές που χρησι­μοποιούνται όχι σε μία αλλά σε χιλιάδες αιρέσεις, παραθρησκευτικές οργανώσεις, σέχτες και σχετικές ομάδες».

Η κατακλείδα της «ομολογίας» του είναι μια συγκλονιστική κραυγή αγωνίας προς όλα τα θύματα της πλάνης, μέσα από την οποία εκφράζει την ελπίδα ότι το φως του Χριστού θα καταυγάσει κι εκείνων τις καρδιές: «Τέλος, ελπίζω να καταλάβετε τη διαφορά ανάμεσα σε εκείνους που έρχονται και σάς αγκαλιάζουν από την αρχή με χαμόγελα και λόγια μεγάλα και σε αυτούς που νοιάζονται πραγματικά για εσάς και που πρόκειται να σάς παι­δέψουν, όπως ο Ιησούς Χριστός».

Μεταγράψαμε στο παρόν άρθρο μας, από ένα γραπτό κείμενο ενός πρώην θύ­ματος της πλάνης, την περιπέτειά του, τον πόνο του, την ομολογία του για τα αίτια της παραπλάνησής του, τις σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε, τις γνωστές με­θοδεύσεις των αιρετικών ομάδων για την αλίευση οπαδών και, τέλος, την αγωνία του για τους άλλους πλανεμένους αδελφούς του. Το κείμενο μεταγράφηκε ακριβώς όπως μας παραδόθηκε. Η μόνη αλλαγή είναι η προσαρμογή του στο πολυτονικό σύστημα για τις ανάγκες του περιοδικού μας. Για όποιον θέλει να δει τα πράγματα αντικειμενικά και χωρίς πάθος, το κείμενο αυτό μιλάει από μόνο του, μέσα από την πράξη, για τους κινδύνους που απειλούν τον σύγχρονο άνθρωπο, και κυρίως τους νέους, από την δραστηριότητα των νεο­φανών αιρέσεων και της παραθρησκείας.

Όπως φαίνεται από το περιεχόμενο της «ομολογίας», αυτό το κείμενο έχει πολλούς άποδέκτες. Δεν είναι μόνον τα θύματα που πρέπει να το λάβουν σοβαρά υπόψη. Αφορά σε όλους εμάς, όσοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μπορεί να έχουμε κάποια σχέση με τέτοια προβλήματα. Ασφαλώς είναι ζωτικής σημασίας πρόβλημα για την οικογένεια και τους γονείς των θυμάτων. Είναι σοβαρώτατο ποιμαντικό πρόβλημα για την Εκκλησία και τους ποιμένες Της. Αφορά σε ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο, μέσα στο οποίο ανα­πτύσσονται όλα αυτά τα «καρκινώματα» και ασφαλώς αφόρα την Πολιτεία και τα όργανά της, που είναι ταγμένα να προστα­τεύουν τον πολίτη και τα φυσικά δικαιώ­ματα του και τα έννομα αγαθά. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα έχει γίνει αντιληπτή αυτή η ευθύνη της Πολιτείας στον τομέα αυτό, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε πολλές από τις άλλες Χώρες της Ενωμένης Ευρώπης. Η υπεύθυνη και σοβαρή προσπάθεια της Εκκλησίας μας και των συνεργατών της, για την ενημέρωση τού Ορθοδόξου Πληρώματος και για την αντιμετώπιση τού προβλήματος προληπτικά ή θεραπευτικά σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν είναι αρκετή. Είναι αναγκαία και η παρέμβαση της Πολιτείας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για περιπτώσεις εγκληματικής δραστηριότητας των ομάδων αυτών.

Εμείς εθεωρήσαμε αναγκαίο και χρή­σιμο να παραδώσουμε στους αγαπητούς αναγνώστες μας αυτή την κατάθεση ψυχής ενός πρώην θύματος της σύγχρονης πλάνης, αφ’ ενός μεν, γιατί επιβεβαιώνει μέσα από την πράξη, το έργο και τους στό­χους τού περιοδικού μας και την πολύτιμη προσφορά των ασχολουμένων με την αντι­μετώπιση αυτού τού προβλήματος (της Συνοδικής Επιτροπής επί των αιρέσεων και της Πανελληνίου Ενώσεως Γονέων για την προστασία του Ελληνορθόδοξου Πολι­τισμού, της Οικογενείας και τού Ατόμου), και αφ’ ετέρου, γιατί έχομε την βεβαιότητα ότι θα βοηθήσει πολλούς υπευθύνους και μη, ή όσους έχουν το πρόβλημα, να συντε­λέσουν στην ορθή αντιμετώπιση αυτής της απειλής, χωρίς ποτέ να χάνουν το θάρρος και την ελπίδα τους.


1. Βλ. κυρίως τα βιβλία του: Ποιμαντική αντιμετώπιση των αιρέσεων και της παραθρησκείας. Ομάδες ασυμβίβαστες με την Ορθόδοξη Πίστη. Αντιμετώπιση των αιρέσεων, προβληματική και στρατηγική. Αντιμετώπιση των αιρέσεων και της παραθρησκείας. Πρακτικός οδηγός για την οικογένεια.

2. Βλ. Ομάδες ασυμβίβαστες με την Ορθόδοξη Πίστη.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΔΙΑΛΟΓΟΣ» ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011, ΤΕΥΧΟΣ 66

Ἀντιαιρετικόν Ἐγκόλπιον    www.egolpion.com


Εκτύπωση   Email