ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΛΑΥΟΙ

baptism rus 1051x525

ΓΕΩΡΓΙΟΣ- ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΛΟΗΣ

Το κράτος των Ρως (Ρώσων) και ο εκχριστιανισμός
των Ανατολικών Σλάβων (9ος-10ος αιώνας)

Η εμφάνιση των Ρως

ΟΙ Σκανδιναβοί, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της σημε­ρινής Σουηδίας, διακρίνονταν ως πολεμιστές Βίκινγκς και έμποροι. Από τον 8ο αιώνα άρχισαν να επεκτείνουν έτι περαιτέρω τις εμπορικές δραστηριότητές τους στα ανατολικά παράλια της Βαλτικής θάλασσας, στον Φιννικό κόλπο και τις ακτές του. Έτσι, μέσω των ποταμών που εκβάλλονταν στη Βαλτική θάλασ­σα, οι Σκανδιναβοί εισήλθαν στο εσωτερικό της ρωσικής πεδιάδας. Χρησιμο­ποίησαν την υδάτινη οδό των ποταμών που συναντούσαν στο διάβα τους, ώστε να φθάσουν έως το Βυζάντιο. Η υδάτινη αυτή οδός κατεγράφη στην ιστορία με τη χαρακτηριστική φράση των Ρώσων χρονογράφων «από τους Βαράγγους στους Έλληνες», δηλαδή από τη Σκανδιναβία στο Βυζάντιο.

Για τη σπουδαιότητα της υδάτινης αυτής οδού κάνει λόγο και το έργο του αυτοκράτορα Κων­σταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (913-959): Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν – De administrando Imperio. Αρχικά, χρησιμοποίησαν τον Βόλγα ποταμό και στη συνέχεια, μετά από τον 9ο αιώνα, τον Δνείπερο.

Οι Ανατολικοί Σλάβοι εξαπλώνονται στη ρωσική πεδιάδα από τον 6° έως τον 8° αιώνα, πραγματοποιώντας τη διείσδυσή τους με κατεύθυνση από τον Νό­το προς τον Βορρά. Η αρχική κοιτίδα τους είναι κοινή με τους υπόλοιπους Σλάβους και εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των ποταμών Όντερ και Βιστούλα δυτικά και στον άνω ρου του Δνείπερου ανατολικά, δηλαδή πλη­σίον της σημερινής ανατολικής Πολωνίας, της δυτικής Ουκρανίας και νοτιοδυ­τικής Λευκορωσίας. Για τους δε Σκανδιναβούς η διείσδυση στα σλαβικά εδά­φη έγινε με αντίστροφη κατεύθυνση από τον Βορρά προς τον Νότο.

Ο δρόμος από τη Σκανδιναβία προς το Βυζάντιο διήρχετο από τη ρωσική πεδιάδα. Τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι Σκανδιναβοί ήταν διάφορα δέρ­ματα, γούνες, κερί και μέλι, αλλά ασκούσαν και το δουλεμπόριο. Τα εμπορεύματα αυτά συνοδεύονταν πάντοτε και από ένοπλους άνδρες. Καθ’ οδόν, όπου έκριναν ότι ήταν απαραίτητο για την ανάπαυσή τους αλλά και στρατηγικής ση­μασίας για την απρόσκοπτη συνέχιση του εμπορίου, κατασκεύαζαν διάφορα οχυρά, τα οποία στην πορεία θα μετεξελιχθούν σε οχυρωμένες πόλεις.

ΟΙ Ανα­τολικοί Σλάβοι αποκαλούσαν τους Σκανδιναβούς που συναντούσαν με το όνο­μα «Rus», στις βυζαντινές πηγές «Ρως». Η ονομασία αυτή είναι σλαβική και προέρχεται από το όνομα Ruotsi, το οποίο με την σειρά του ανάγεται στον παλαιοσουηδικό αυτοχαρακτηρισμό των Σουηδών ως Rops–men, δηλαδή «ομάδα κωπηλατών», «πλήρωμα», και συνδέεται με την παράκτια περιοχή Ros-lagen της ανατολικής Σουηδίας, στα παράλια της Uppland. Έτσι, το αρχικό Ruotsi έλαβε στη σλαβική γλώσσα, λόγω των φωνητικών ιδιαιτεροτήτων, τη μορφή «Rus». Αργότερα όταν θα διαμορφωθεί το πρώτο ρωσικό κράτος, επικεφαλής του οποίου ήταν μία δυναστεία σκανδιναβικής προέλευσης, το όνομα «Rus» ή «Ρως» θα σημαίνει τόσο το κρατικό αυτό μόρφωμα όσο και τους σλαβικής κα­ταγωγής υπηκόους του. Η ανωτέρω ετυμολογική προέλευση της ονομασίας «Ρως» είναι η επικρατέστερη.

Στις πηγές συχνά αναφέρεται για τους Σκανδιναβούς, παράλληλα με το όνομα «Ρως», και η ονομασία «Βάραγγοι». Η ετυμολογία της λέξεως προέρ­χεται από την αρχαία νορβηγική «Vaeringjar», «Var», η οποία σημαίνει «λόγος τιμής» η «όρκος», και πιθανόν αφορά τον αμοιβαίο όρκο πίστης τον οποίο έδι­ναν μεταξύ τους οι Βάραγγοι όταν πολεμούσαν σε ξένους τόπους. Οι Ρως/Βάραγγοι ήταν μισθοφόροι στρατιώτες στη Ρωσία και στρατολογούνταν από τους ηγεμόνες των Ανατολικών Σλάβων. Σύμφωνα με την παράδοση οι Βάραγγοι προσκλήθηκαν στη Ρωσία από τον Σλάβο ηγεμόνα του Νόβγκοροντ, με σκοπό να τον βοηθήσουν κατά των επιδρομών των Φίννων. Στη συνέχεια, οι Βάραγ­γοι, όταν αντελήφθησαν ότι οι Σλάβοι δεν ήταν σε θέση να τους απωθήσουν, κατέλαβαν την εξουσία του Νόβγκοροντ το έτος 862, και λίγο αργότερα το 864, άλλοι Βάγγαροι (ο Άσκολ και ο Ντιρ) θα καταλάβουν την εξουσία και του Κιέβου. Όλα τα ανωτέρω αναφέρονται στην αρχαιότερη Ρωσική πηγή, το «Ρω­σικό Χρονικό τον Νέστορα» (1116). Έτσι, σύμφωνα με την παράδοση ο Σκανδιναβός ηγεμόνας Ριούρικ είναι αυτός που εκλήθη από τους Ανατολικούς Σλά­βους για βοήθεια και αυτός είναι ο ιδρυτής της πρώτης δυναστείας, η οποία κυ­βέρνησε τη Ρωσία από το έτος 862 έως το 1613.

Όμως οι έως τώρα ερευνητές της ανωτέρω πηγής, του «Χρονικού του Νέ­στορα», συγκρούονται σε δύο διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα σχετικά με τον ρόλο των Σκανδιναβών στη δημιουργία του πρώτου Ρωσικού κράτους. Αυτοί είναι οι οπαδοί της «νορμανικής» θεωρίας και οι οπαδοί της «αντινορμανικής». Οι πρώτοι πιστεύουν ότι οι Σκανδιναβοί διεδραμάτισαν ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώ­ρας με την ίδρυση του πρώτου Ρωσικού κράτους του Κιέβου, ένώ οι οπαδοί της δεύτερης θεωρίας υποστηρίζουν ότι το Ρωσικό κράτος του Κιέβου είναι αποτέ­λεσμα της σταδιακής εξέλιξης των ίδιων των Ανατολικών Σλάβων. Πιστεύου­με ότι στην εξέλιξη και διαμόρφωση του πρώτου Ρωσικού κράτους συνέβαλαν στην πράξη και οι δύο ανωτέρω διεργασίες. Και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν την ίδια πηγή, το «Χρονικό τον Νέστορα», και λόγω της χρήσης αυτής καμία πλευρά δεν δύναται να αποκλείσει την άλλη και να διεκδικήσει για λογαρια­σμό της την ίδρυση του κράτους του Κιέβου. Θεωρούμε ότι η ενοποίηση έγινε λόγω των Σκανδιναβών, τον 9ο αιώνα, αλλά με βάση τις ήδη ιδρυμένες και ανε­πτυγμένες σλαβικές πόλεις του Νόβγκοροντ και του Κιέβου.

Βλαδίμηρος

Οι Βάραγγοι/Ρως ήταν ιδιαίτερα πιστοί στον εκάστοτε ηγεμόνα τους. Μά­λιστα γνωρίζουμε ότι στα τέλη του 10ου αιώνα, ο Ρώσος ηγεμόνας παραχώρησε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ έξι χιλιάδες (6000) Βαράγγους, τους οποίους μετά από τη νίκη κατά των αδελφών του δεν τους εχρειάζετο. Οι Βάραγγοι θα αποτελέσουν στη συνέχεια τον βασικό πυρήνα της φρουράς του βυζαντινού αυτοκράτορα. Όταν μετά από τα μέσα του 10ου αιώνα οι Σκανδιναβοί Ρως θα εκσλαβιστούν εξ ολοκλήρου, η λέξη «Βάραγγος», στα ρωσικά «Varjag», θα σημαίνει εκτός από τον μισθοφόρο και τον Σκανδιναβό. Οι σύγχρονες σκανδιναβικές πηγές αποκαλούν τη Ρωσία ως «Γαρδαρίκι», δηλαδή «Καστροπολιτείες», μία χώρα με οικισμούς οχυρωμέ­νους.

Σχετικά με τον Χριστιανισμό, η διδασκαλία – λατρεία του ήσαν ήδη γνωστές στους Ανατολικούς Σλάβους από το πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα, δια μέσου του Δούναβη, της Κριμαίας και του Καυκάσου. Ιδιαιτέρως στην Κριμαία από τους πρώτους αιώνες υπήρχαν ακμαίες τοπικές Εκκλησίες. Το δε πολιτιστικό έργο του ελληνισμού του Ευξείνου Πόντου ήταν ήδη γνωστό και το συνέχιζαν οι χρι­στιανικές επισκοπές. Σε όλο το μήκος και πλάτος της αυτοκρατορίας των Χαζάρων η Κωνσταντινούπολη είχε ιδρύσει επισκοπές, οι οποίες προετοίμαζαν τους γειτονικούς λαούς να δεχθούν τον Χριστιανισμό. Παρόλα αυτά, από την πλευρά του Βυζαντίου δεν είχε υπάρξει μία συγκεκριμένη συστηματική προσπάθεια έως τον 9° αιώνα για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης ανάμεσα στους Σλάβους.

Η παρουσία των Σκανδιναβών βοήθησε στην ενοποίηση των Ανατολικών Σλάβων. Οι πρώτες συναντήσεις Σκανδιναβών και Ανατολικών Σλάβων τοπο­θετούνται χρονικά μεταξύ του 750-830 μ.Χ. Όμως η παρουσία των Σκανδι­ναβών ήταν αριθμητικά ιδιαιτέρως περιορισμένη σε σχέση με τον πολυπληθή συμπαγή σλαβικό πληθυσμό, γεγονός που οδήγησε σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα στον εκσλαβισμό τους, περί τα τέλη του 10ου – αρχές του 11ου αιώνα. Η ενοποίηση των Ανατολικών Σλάβων άρχεται τον ένατο αιώνα και ολοκλη­ρώνεται στις αρχές του δεκάτου. Έτσι, από τους Σκανδιναβούς Ρως διατηρή­θηκε μόνο το όνομα «Ρώσοι», για να χαρακτηρίζει στη συνέχεια την εθνική ταυτότητα των Ανατολικών Σλάβων.

Η εξέλιξη του κράτους των Ρως

Όταν απεβίωσε ο Ριούρικ, τον διεδέχθη ο επίσης σκανδιναβός Όλεγκ (879-912), ο οποίος σύμφωνα με το «Ρωσικό Χρονικό τον Νέστορα» μετακί­νησε την πρωτεύουσα του κράτους του από το Νόβγκοροντ στο Κίεβο, αφού πρώτα το κατέλαβε το έτος 882. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων για την κατάληψη του Κιέβου, ο Όλεγκ εφόνευσε τους νεοφωτιζόμενους στον χριστια­νισμό ηγεμόνες του Κιέβου Άσκολντ και Ντίρ. Τον Χριστιανισμό άλλωστε τον θεωρούσε ως διασπαστικό στοιχείο του λαού του. Με την κατάληψη του Κιέ­βου ο Όλεγκ ένωσε αφ’ ενός την εμπορική οδό από την Βαλτική θάλασσα έως τον Εύξεινο Πόντο και αφ’ ετέρου ενοποίησε για πρώτη φορά τους Ανατολι­κούς Σλάβους σε ένα ενιαίο κράτος. Το Κίεβο ήταν ιδιαίτερης σημασίας για τους Ρως/Ρώσους, διότι ευρίσκετο πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία ήταν πόλος έλξης και το σημαντικότερο τότε κέντρο εμπορίου.

Κατά την εκτίμησή μας τον Όλεγκ δεν τον ενδιέφερε τόσο το Κίεβο, όσο το ότι ευρίσκετο πλησιέστερα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν και ο επόμενος στόχος του. Σε όλη την διαδρομή έως το Κίεβο οι Ρώσοι δημιούργησαν διάφορες οχυρωμέ­νες βάσεις, οι οποίες αποτελούσαν αναχώματα των όποιων επιθέσεων από ξέ­νες δυνάμεις. Οι βάσεις αυτές απετέλεσαν στη συνέχεια τις διάφορες πρώτες πόλεις. Με τον τρόπο αυτόν υπήρξε και η σταδιακή υποταγή των σλαβικών εκείνων φύλων που συναντούσαν στη διαδρομή προς το Κίεβο. Οι εμπορικές σχέσεις των Ρώσων με το Βυζάντιο ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες. Αυτό όμως δεν έμπόδισε τους Ρώσους, από τον ένατο έως και τον ενδέκατο αιώνα, να επιχειρήσουν πέντε φορές να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, χωρίς όμως να το κατορθώσουν.

Τον Όλεγκ διεδέχθη στην ηγεσία των Ρώσων του Κιέβου ο Ιγκόρ (913­-945). Την περίοδο αυτή η χριστιανική πίστη στο Κίεβο επανάκτησε την ελευθερία της. Πλησίον του Ιγκόρ τοποθετούνται για πρώτη φορά και δύο Σλά­βοι, οι οποίοι εμφανίζονται και ως συγγενείς του. Το γεγονός αυτό αποδει­κνύει ότι ο εκσλαβισμός του πολυεθνικού κράτους βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Ο βίος όμως του Ιγκόρ θα σταματήσει απρόσμενα, διότι το έτος 945 θα δολο­φονηθεί από τη σλαβική φυλή των Δερεβλιάνων, λόγω των πολύ υψηλών φό­ρων που είχαν επιβάλει οι Βάραγγοι στα σλαβικά φύλα. Στον θρόνο του Κιέ­βου τον διεδέχθη η σύζυγός του Όλγα (945-961) ως προσωρινή ηγεμόνας λόγω του ότι ο διάδοχος του θρόνου και υιός του, Σβιατοσλάβος, ήταν ανήλικος.

Η Όλγα ανεδείχθη εξαίρετη πολιτικός. Εγκατέλειψε τις εξωτερικές επι­δρομές και επιδόθηκε στην εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας. Ενίσχυσε το κράτος, περιόρισε τις όποιες αυθαιρεσίες διαφόρων ηγετικών προσώπων της κεντρικής εξουσίας και σταθεροποίησε το φορολογικό σύστημα της χώρας. Η Όλγα ήταν ιδιαιτέρως διορατική και στα πολιτικά σχέδιά της περιελαμβάνετο, μετά από τη βάπτισή της σε χριστιανή, η ανακήρυξη του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους. Έτσι, αποφάσισε να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη το έτος 947, για να συναντήσει και να συζητήσει με τον Βυ­ζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο, αφ’ ενός ορισμένες εμπορικές συμφωνίες και τον εκχριστιανισμό των Ρώσων του Κιέβου αφ’ ετέ­ρου.

Σχετικά με την βάπτιση της Όλγας, υπάρχουν δύο διαφορετικές και διχα­στικές απόψεις. Η πρώτη και επικρατέστερη τονίζει ότι εβαπτίσθη στην Κων­σταντινούπολη από τον πατριάρχη Πολύευκτο το έτος 957 και έλαβε συμβολικά το όνομα της τότε αυτοκράτειρας Ελένης, συζύγου του Κωνσταντίνου Ζ’. Η άλλη αναφέρει ότι εβαπτίσθη στο Κίεβο δύο έτη ενωρίτερον, το 955, και στη συνέχεια επεσκέφθη την Κωνσταντινούπολη. Όποια εκδοχή και αν ισχύει, δυστυχώς η Όλγα δεν πρόφτασε να καθιερώσει τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, διότι το έτος 961 στον θρόνο ανέβηκε ο υιός της Σβιατοσλάβος (961-971), ο οποίος ήταν υπέρ της παραδοσιακής παγανιστικής πίστεως των Σλάβων.

Απέναντι στον Χριστιανισμό ο Σβιατοσλάβος τήρησε στάση ανοχής, προ­φανώς από σεβασμό προς τη μητέρα του. Έτσι, ο εκχριστιανισμός της Ρωσίας, τον οποίο οραματίζετο η Όλγα  θα πραγματοποιηθεί είκοσι επτά έτη αργότερον, το 988. Παρόλα αυτά, η διάδοση του Χριστιανισμού είχε αρχίσει να εισέρ­χεται και μεταξύ της άρχουσας τάξης των Βαράγγων. Την Όλγα  κατά την επιστροφή στη Ρωσία την συνόδευαν κληρικοί από την Κωνσταντινούπολη. Μαζί της έφερε διάφορα λειτουργικά βιβλία, εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη. Η Όλγα  με τον εκχριστιανισμό της κατέστησε το Κίεβο πολιτιστικό και πνευμα­τικό κέντρο των Ανατολικών Σλάβων με πρότυπο την Κωνσταντινούπολη. Το «Ρωσικό Χρονικό» αναφέρει ότι η Όλγα ανήγειρε τον ναό της Αγίας Τριάδος στο Πσκόφ, τον ναό του Αγίου Νικολάου στο σημείο όπου βρισκόταν ο τάφος του ηγεμόνα Άσκολντ και της Αγίας Σοφίας, εκεί όπου ήταν ο τάφος του Ντιρ στο Κίεβο. Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Welikaja, ανήγειρε τον ναό του προ­φήτη Ηλία.

Καθ’ όλη την περίοδο που ήταν στην εξουσία ο Σβιατοσλάβος επιδόθηκε σε συνεχιζόμενες εκστρατείες. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η μητέρα του, η Όλγα , να συνεχίσει να ελέγχει την εσωτερική δομή και οργάνωση του κράτους του Κιέβου. Η Όλγα απεβίωσε στις 11 Ιουλίου του 969 και η Ρωσική Εκκλησία την κατέταξε στον κατάλογο των αγίων ως ισαπόστολο, το έτος 1587. Ο Σβιατοσλάβος ως πρώτο στόχο είχε το έτος 964 να καταλάβει το Ιτίλ, το οποίο ήταν ένα σπουδαίο εμπορικό κέντρο και πρωτεύουσα του ισχυρού Χαγανάτου των Χαζάρων, στην περιοχή κάτω από τον Βόλγα ποταμό. Στη συνέχεια, εστράφη και κατά διαφόρων άλλων σλαβικών φυλών. Όμως, η κατάρρευση του κρά­τους των Χαζάρων είχε αντίθετα αποτελέσματα για το Κίεβο. Πλέον δεν υπήρχε ένα ισχυρό κράτος ως ανάχωμα στις όποιες επιθέσεις των διαφόρων νομαδικών λαών από την Ασία. Έτσι, το έτος 968 φθάνουν στα πρόθυρα του Κιέβου οι Πετσενέγκοι, φύλο τουρανικό, το οποίο αναγκάζει τον Σβιατοσλάβο να διακόψει την εκστρατεία του στην Χερσόνησο του Αίμου για να επιστρέψει στο Κίεβο. Οι Πετσενέγκοι όμως κατόρθωσαν να δολοφονήσουν τον Σβιατο­σλάβο (971) πλησίον του Δνειπέρου ποταμού κατά την επιστροφή του. Τα επόμενα έτη οι διάφοροι νομαδικοί λαοί της Ασίας θα αποτελούν μία μόνιμη απειλή για το Ρωσικό κράτος.

Όλη αυτήν την περίοδο που εξετάζουμε εξελίσσεται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς ο εκσλαβισμός της άρχουσας τάξης. Ο υιός του Ιγκόρ και της Όλγας, Σβιατοσλάβος, έχει σλαβικό όνομα, όπως και τα δύο (2) από τα τρία (3) εγγόνια της Όλγας και υιοί του Σβιατοσλάβου. Και αυτό μαρτυρεί ότι η Όλγα  ήταν σλαβικής καταγωγής και όχι σκανδιναβικής.

Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων

Ο Σβιατοσλάβος είχε φροντίσει, πριν αποβιώσει, να διανείμει τη διοίκηση του κράτους του στους τρεις (3) υιούς του. Στον πρεσβύτερο, τον Γιαροπόλκο, παραχώρησε το Κίεβο. Στον δευτερότοκο, τον Όλεγκ, μία φυλή των Δερεβλιάνων (Λευκορώσων) και στον νεότερο, τον Βλαδίμηρο, την ηγεμονία της πόλης Νόβγκοροντ, η οποία ευρίσκετο στο βόρειο άκρο της εμπορικής οδού. Όμως, μεταξύ των δύο πρεσβύτερων αδελφών το έτος 975 εξερράγη εμφύλιος πόλε­μος, ο οποίος τερματίστηκε δύο έτη αργότερα με τη δολοφονία του Όλεγκ. Το γεγονός αυτό τρόμαξε τον Βλαδίμηρο, με αποτέλεσμα να διαφύγει στη Σουη­δία. Επέστρεψε τέσσερα έτη αργότερα, το 979-980, από κοινού με ένα ισχυρό στρατό μισθοφόρων Βαράγγων και καταλαμβάνει σχετικά εύκολα το Νόβγκο­ροντ, αλλά και το Κίεβο. Απομάκρυνε τον Γιαροπόλκο και από το έτος 980 έως το 1015 ήλεγχε απόλυτα την εξουσία σε ολόκληρη τη Ρωσία. Ο ίδιος έγινε ο Μεγάλος ηγεμόνας του Κιέβου (Velikii Knjaz). Η επικοινωνία στο οδικό δί­κτυο της χώρας εγίνετο πλέον απρόσκοπτα και με οχυρωματικά έργα εμπόδισε την πρόσβαση των Πετσενέγκων στο Κίεβο. Ο Βλαδίμηρος ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που κατήργησε τη θανατική ποινή, πράξη μοναδική για την εποχή της. Η σπουδαιότερη όμως κίνηση του Βλαδίμηρου και γενικότερα της ιστο­ρίας του κράτους του Κιέβου είναι η απόφασή του να προσχωρήσει επίσημα στον Χριστιανισμό.

Ο Χριστιανισμός ήταν ήδη γνωστός στο Κίεβο από τη γιαγιά του Βλαδίμη­ρου, την Όλγα. Ο Βλαδίμηρος όμως τα πρώτα έτη της ηγεμονίας του ήταν ακραιφνής ειδωλολάτρης και με την ανοχή του επετράπη σε εξαγριωμένους ειδωλολάτρες να καταστρέψουν τις οικίες όσων ομολογούσαν ότι είναι Χρι­στιανοί, προκαλώντας μάλιστα και τον μαρτυρικό θάνατο δύο χριστιανών, του Θεοδώρου και του Ιωάννη, οι οποίοι τιμώνται ως μάρτυρες από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στις 12 Ιουλίου κάθε έτους. Το γεγονός όμως αυτό ήταν που συνετέλεσε ώστε να συνειδητοποιήσει ο Βλαδίμηρος την αγριότητα των ειδωλολατρικών εθίμων, να ανακαλέσει στη μνήμη όσα του έλεγε η γιαγιά του η Όλγα και με πλήρη εσωτερική ωρίμανση και ελεύθερη βούληση να με­τανοήσει και να μεταστραφεί πλέον στον Χριστιανισμό. Η παράδοση μάλιστα αναφέρει ότι ο Βλαδίμηρος αιφνιδίως τυφλώθηκε και ότι μετά από τη βάπτισή του επανήλθε το φως.

Η πρώτη προσπάθεια εκχριστιανισμού των Ανατολικών Σλάβων άρχεται από τον σπουδαίο Οικουμενικό Πατριάρχη Φώτιο (858-867 και 877-886) αμέσως μετά από την ήττα των Ρώσων ηγεμόνων Άσκολ και Ντιρ και τη συντριβή του στόλου τους στην προσπάθεια να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, το έτος 860. Τότε οι δύο ηγεμόνες, Άσκολ και Ντιρ, επείσθησαν από κοινού με ένα μέρος των Ρώσων να ασπασθούν τον Χριστιανισμό και συμφώνησαν να δε­χθούν επίσημα μια αντιπροσωπία από έναν επίσκοπο και έναν κληρικό από το Βυζάντιο. Ως αντάλλαγμα έλαβαν διάφορα εμπορικά προνόμια για τις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Χερσώνας. Με την επιστροφή τους στο Κίεβο οι Άσκολ και Ντιρ ανήγειραν και τον πρώτο χριστιανικό ναό στην πόλη προς τιμήν του προφήτη Ηλία.

Την περίοδο αυτή έχουμε μια συστηματική προσπάθεια του Βυζαντίου να εκχριστιανίσει τους Σλάβους. Η προσπάθεια αυτή άρχεται από τον πατριάρχη Φώτιο και τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ το έτος 863, με την αποστολή των ιεραποστόλων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου στην Μεγάλη Μοραβία. Την ίδια περίοδο, το έτος 864, εβαπτίσθησαν Χριστιανοί και οι Βούλ­γαροι. Έτσι, παρατηρούμε μια πολύπλευρη κινητικότητα του Βυζαντίου σχε­τικά με το ζήτημα του εκχριστιανισμού των Σλάβων, αλλά και άλλων λαών όπως των Χαζάρων στην Κριμαία από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο το έτος 860. Η πρώτη αυτή προσπάθεια του πατριάρχη Φωτίου συνέβαλε στην εν μέρει διάδοση του Χριστιανισμού στη Ρωσία. Και πράγματι, λίγα έτη αργότερα, το 867, ο πατριάρχης Φώτιος σε συνοδική επιστολή την οποία απέστειλε προς τους πατριάρχες της Ανατολής καυχάται για την επιτυχία της ιεραποστολικής αυτής προσπάθειας και της διαδόσεως του Χριστιανισμού στους Ρώσους. Αυτή είναι η πρώτη ιστορική μαρτυρία για την έναρξη του εκχριστιανισμού των Ρώσων.

Ο Βλαδίμηρος διέγνωσε σύντομα ότι για την αποφυγή μιας ενδεχόμενης απομόνωσης από τους γειτνιάζοντες λαούς, λόγω της παγανιστικής πίστης του λαού του, θα έπρεπε να αποδεχθεί κάποια από τις μεγάλες θρησκείες, παρότι ο ίδιος παρέμενε πιστός ειδωλολάτρης. Οι ανατολικοί γείτονές του είχαν αποδεχθεί το Ισλάμ, οι Χαζάροι από το έτος 865 ανήκαν στον Ιουδαϊσμό, ενώ στη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη οι λαοί προχωρούσαν ταχύτατα στον εκχριστιανισμό τους: η Πολωνία το 966, η Δανία το 974, η Νορβηγία το 976 και η Ουγγαρία το 985. Την ίδια περίοδο ο στρατός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ (976-1025) είχε ανάγκη από την υποστήριξη ανθρώπινου δυναμι­κού, λόγω των απωλειών από τον πόλεμο με τον Σαμουήλ της Βουλγαρίας. Έτσι, ο Βασίλειος Β’ απέστειλε αντιπροσώπους στο Κίεβο για να αιτηθεί από τον Βλαδίμηρο στρατιωτική υποστήριξη. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν τον Σε­πτέμβριο του 987 και συμφωνήθηκε να βοηθηθεί ο Βασίλειος Β’ με Ρώσους στρατιώτες καθώς και να υπάρξει προσωπική υποστήριξη από τον Βλαδίμηρο στις επιχειρήσεις κατά της Κριμαίας. Στην Κριμαία οι αποστάτες στρατηγοί Βάρδας Φωκάς και Βάρδας Σκληρός διέθεταν συμμάχους. Ο Βλαδίμηρος θα ελάμβανε ως αντάλλαγμα για σύζυγο την αδελφή του Βυζαντινού αυτοκράτορα πορφυρογέννητη Άννα, με την προϋπόθεση ότι θα ησπάζετο τον Χριστιανι­σμό τόσο ο ίδιος, όσο και ο λαός του. Και πράγματι ο Ρώσος ηγεμόνας Βλαδί­μηρος, όπως αναφέραμε και ανωτέρω, παραχώρησε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ έξι χιλιάδες (6000) Βαράγγους. Έτσι, με τη συνεισφορά των Βαράγγων ο Βασίλειος Β’ νίκησε τον Φωκά και τον Σκληρό και κατέλαβε την Κριμαία.

Σύμφωνα με το «Ρωσικό Χρονικό», ο Βλαδίμηρος πιθανότατα στις 6 Ιανουαρίου του 988 εβαπτίσθη στην Χερσώνα Χριστιανός και την άνοιξη του ίδιου έτους έγινε και η βάπτιση των Ρώσων του Κιέβου στον ποταμό Δνείπερο. Έτσι, το θέρος του 988 ο Βλαδίμηρος νυμφεύθηκε τη βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερης σημασίας για τον Βλαδίμηρο και τον Ρωσικό λαό. Αφ’ ενός η Ρωσία αποκτούσε μία συμμαχία με την ισχυρότερη τότε χώρα, το Βυζάντιο, και αφ’ ετέρου ο Βλαδίμηρος αναβαθμίστηκε, διότι ήταν ο πρώτος ξένος ηγεμόνας που νυμφεύθηκε πορφυρογέννητη πριγκίπισσα, κόρη δηλαδή αυτοκράτορα, η οποία είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια που ο πατέρας της ήταν στον θρόνο του Βυζαντίου στην πορφύρα.

Στο «Ρωσικό Χρονικό» αναφέρεται ότι κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη οι απε­σταλμένοι του Βλαδίμηρου οδηγήθηκαν στην Άγια Σοφία, όπου παρηκολούθησαν τη Θεία Λειτουργία. Εκεί λέγουν ότι δεν γνώριζαν «αν ήταν στον ουρανό ή στη γη, διότι στη γη δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα και ομορφιά, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν πως να περιγράφουν το γεγονός. Αυτό που κατάλαβαν ήταν ότι ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους». Για το Βυζάντιο ήταν εξίσου σημαντικό το γεγονός του εκχριστιανισμού των Ρώσων και κορυφαία πολιτική και διπλωματική επιτυχία, διότι μετέτρεπε τους επικίνδυνους γείτονες σε πιστούς συμμάχους· τους ενσωμάτωνε στην ίδια την αυτοκρατορία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας δώρισε στον Βλαδίμηρο τα ιερά λείψανα του αγίου Κλήμεντος Ρώμης, με σκοπό να τα μεταφέρει στη νεοφώτιστη Εκκλησία του. Επίσης, οι Ρώσοι έλα­βαν εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη και διάφορα λειτουργικά και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία μεταφρασμένα στα σλαβικά. Ο νεοφώτιστος ηγεμόνας της Ρω­σίας θα ανοικοδομήσει άμεσα και το πρώτο παρεκκλήσι στο Κίεβο, το οποίο αφιέρωσε στον άγιο Βασίλειο, προς τιμήν του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασι­λείου Β’. Λίγα έτη αργότερα ο Βλαδίμηρος θα ανεγείρει τον ναό της Θεοτόκου (989-996), για τον οποίο θα έλθουν στο Κίεβο τεχνίτες και μάστορες από την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τη διάδοση της δι­δασκαλίας του Χριστιανισμού σε ολόκληρη την Ρωσία. Σε αυτό τον βοήθησε ο άγιος Μιχαήλ, ο πρώτος μητροπολίτης Κιέβου και πασών των Ρωσιών (988-­991). Ο άγιος Βλαδίμηρος απεβίωσε στις 15 Ιουλίου του 1015 και η Ρωσική Εκκλησία τον κατέταξε στον κατάλογο των αγίων ως ισαπόστολο.

Η νέα Ρωσική Εκκλησία άνηκε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πα­τριαρχείου και αρχικά εδιοικείτο από Έλληνες αρχιερείς, οι οποίοι απεστέλλοντο εκεί από το Βυζάντιο. Ο ιστορικός, λογοτέχνης και σλαβολόγος D. Lihacev υποστηρίζει ότι με τον εκχριστιανισμό δεν υπήρξε απλώς επίδραση του βυζαντι­νού πολιτισμού στη Ρωσία, αλλά μεταφύτευση του βυζαντινού πολιτισμού στον κόσμο των Σλάβων. Και ο σπουδαίος Ρώσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ συμπληρώνει λέγοντας ότι ο βυζαντινός πολιτισμός στη Ρωσία αποτελεί τον «ρωσικό βυζαντινισμό». Έτσι, με την είσοδο στη δεύτερη χιλιετία ο Χριστιανισμός θα αποτελέσει την ισχυρή ενοποιητική δύναμη του κράτους των Ρώσων.

 
 
 
 
 

SUMMARY

Byzantium and Slavs. The State of the Russians
and the Christianization of the Eastern Slavs (9th-10th century)

By Dr. Georgios Nektarios Lois

The current work deals with the foundation of the first state of the Rus (Russians) and the Christianization of the Eastern Slavs. We find out that the sources often refer to Scandinavians as “Rus” or “Varangians”. The Rus Va­rangians were mercenary soldiers in the region of today’s Russia and were re­cruited by the rulers of the Eastern Slavs.

Regarding the creation of the first Russian state, two are the most prevalent theories, the “Normanist” theory and the “anti-Normanist” one. The former believes that Scandinavians played a particularly significant role in the formation of the first Russian state of Kiev, while the latter considers that the Russian state of Kiev is the result of the gradual development of the eastern Slavs themselves. In the rest of the research, the gradual development of the state of Rus is shown as well as the movement of the capital from Novgorod to Kiev, according to the most ancient Russian source, the “Nestor’s Russian Chronicle” (1116).

Christianity has been known to the Eastern Slavs since the beginning of the 9th century. But when St. Olga was found on the throne of Kiev (945 – 961), the first failed attempt to establish Christianity as the official religion of the state was made. Her grandson, St. Vladimir, was the one who accomplished the Christianization of the Russians and the establishment of Christianity as the official religion of the state in the year 988.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΦΩΤΟ: η βάπτιση των Ρώσων του Κιέβου στον ποταμό Δνείπερο

*  Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ- ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΛΟΗΣ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ-ΣΛΑΒΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΟΣ ΣΕΠ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

 

Περιοδικό Θεολογία, 2017-2-11, σελ. 217–230.


Εκτύπωση   Email