ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΟΓΛΟΥ
Στο παρόν πόνημα, δίκην τιμητικού μνημοσύνου, αναγνωρίζεται η υπηρεσία -αληθής διακονία- του εκλιπόντος «Αγίου Πατάρων», μακαριστού Κυρού Μελετίου (του Χρηστίδη), του Σπάρταλη Δεσπότη, ο οποίος τίμησε δια βίου την Εκκλησία και την Πολιτεία δια της μετριοφροσύνης του, πασίγνωστης αρετής, που συνοδέυσε τον εθναρχεύσαντα και λευκανθέντα Ιεράρχη…
Έτσι, στους χαλεπούς καιρούς μας -από ποικιλώνυμα αίτια- είναι ανάγκη όπως επιχειρηθεί μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Στη θύμηση της γεραράς Θεολογικής Σχολής της πευκόφυτης και θαλερής Χάλκης, στην οποία τον Σεπτέμβριο του 1897 ενεγράφη ως σπουδαστής, ύστερα από τη διεξαγωγή εισαγωγικών (ή κατατακτηρίων) εξετάσεων, όπου και αρίστευσε, ο εκ Σπάρτης της Πισιδίας (της Μικράς Ασίας) ορμώμενος Μελέτιος και, κατά κόσμον Δημήτριος Χρηστίδης (και πρώην Χατζή-αγάπογλου). Την περιλάλητη αυτή Σχολή -καύχημα του Ελληνισμού και τηλαυγή Φάρο της Ορθοδοξίας- διηύθυνε την εποχή εκείνη άνδρας επιβλητικός και μεγάλου κύρους ο εκ Καππαδοκίας αρχιμανδρίτης Γερμανός Γρηγοράς, τον οποίο πλαι σίωνε πλειάδα εξαίρετων και φωτεινών καθηγητών.
Η ανωτέρω αναφερθείσα Σχολή, που ανέδειξε κατά το παρελθόν μεγάλους Ιεράρχες και λαμπρές φυσιογνωμίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπήρξε η Πνευματική «μητέρα» και «τροφός» για τον Μελέτιο Χρηστίδη, η οποία τον πότισε με τα νάματα τόσο της επιστήμης των «ιερών γραμμάτων», όσο και των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων.
Από αυτήν απεφοίτησε έπειτα από έξι χρόνια «προλύτης» της Θεολογίας -το έτος 1903- και σ’ αυτήν χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος υπό του αείμνηστου Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Ηράκλειας, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Ιερωνύμου, του Γοργία (1902-1910), ο οποίος και τον προσέλαβε στην επισκοπική του περιφέρεια ως «Αρχιδιάκονο».
Η ευδόκιμη στη θέση αυτή υπηρεσία του νεαρού κληρικού επισύρει την προσοχή του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ του Γ’ (του μεγαλοπρεπούς), ο οποίος, αναζητώντας νέο στην ηλικία λευΐτη τουρκομαθή, που να διεκρίνετο για τη θεολογική κατάρτιση και δραστηριότητά του, εκλέγει τον -μέχρι τότε- αρχιδιάκονο Μελέτιο Χρηστίδη και τον χειροτονεί πρεσβύτερο, χειροθετηθέντα σε αρχιμανδρίτη, τον οποίον και αποστέλλει ως Πατριαρχικό Έξαρχο στην παραθαλάσσια πόλη Μερσίνα (τουρκ. Μερσίν-Mersin) της Κιλικίας1, που αριθμούσε άνω των εικοσιπέντε χιλιάδων (25.000) κατοίκων διαφόρων εθνοτήτων και θρησκευμάτων και η οποία παρείχε ευρύ πεδίο δράσεως στον νεαρό ιερομόναχο.
Οι εθναρχικής φύσεως υπηρεσίες τις οποίες τότε προσέφερε ο Πατριαρχικός Έξαρχος Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Χρηστίδης εκεί· υπήρξαν από εθνικής και εκκλησιαστικής (ή θρησκευτικής) πλευράς πολύτιμες τόσο μάλλον καθόσον η πόλη αυτή της Κιλικίας προσήλκυε τις βλέψεις των Αραβοφώνων κληρικών ιθυνόντων του παλαίφατου Πατριαρχείου της Αντιόχειας. Ανάγκη, για την κατανόηση της λεπτότητας της αποστολής του Σπάρταλη κληρικού, υπό την ιδιότητα του Πατριαρχικού Εξάρχου, να λεχθεί ότι περί τα τέλη του ΙΘ’ αιώνα και τις αρχές του λήξαντος εικοστού (αιώνα) την Ορθοδοξία τάραζε φοβερά το λεγόμενο Αντιοχειανό ζήτημα.
Η «Παλαιστινιακή Ένωση», γνωστή και διαβόητη προπαγανδιστική Οργάνωση, των δόλιων Ρώσων Πανσλαβιστών, που ειργάζετο παντοιοτρόπως για την πραγματοποίηση των σκοπών στους οποίους απέβλεπε επιδιώκοντας την κατάλυση των παλαίφατων ελληνικών Ορθοδόξων Πατριαρχείων, τα οποία θεωρούσε εμπόδια, στη Μέση Ανατολή, ήρχισε προς επιτυχίαν αυτών να κολακεύει τις φυλετικές και συνάμα κοινωνικο-οικονομικο-πολιτιστικές αδυναμίες του αραβόφωνου στοιχείου υπό το πρόσχημα δήθεν της προαγωγής και ενισχύσεως αυτού. Επηκολούθησαν ως εκ τούτου αγώνες επικρατήσεως των Αραβοφώνων στα της διοικήσεως του -τρίτου τη τάξει- Πατριαρχείου της Αντιόχειας, που έδρευε (και εξακολουθεί να εδρεύει) στη Δαμασκό της Συρίας – και στο κλίμα αυτού – οι οποίοι απέληξαν μέ τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του (τελευταίου) Έλληνα Πατριάρχη Σπυρίδωνος (1891 -1897). Τον διαδέχθηκε ο Αραβόφωνος Μητροπολίτης Λαοδικείας (τουρκ. Λαντίκ/αραβ. Λατάκυα) Μελέτιος (ο Ντουμάνι), ο οποίος και πατριάρχευσε κατά το χρονικό διάστημα από 15 Απριλίου 1899 έως 8 Φεβρουάριου 1906. Όμως, η εκλογή του δεν αναγνωρίσθηκε από τα υπόλοιπα Πατριαρχεία, επειδή χαρακτηρίσθηκε -ορθότατα – ως αντικανονική. Εντούτοις, ο Μελέτιος παρέμεινε στον πατριαρχικό θρόνο της Αντιόχειας μέχρι του θανάτου του, που επεσυνέβη την 8η Φεβρουάριου 1906. Τον διεδέχθη ο Γρηγόριος Δ’ (ο Χαδδάδ (1906-1928), ο οποίος πέτυχε όπως αναγνωρισθεί υπό των άλλων Πατριαρχείων το έτος 1907. Επιπλέον, επί των ημερών του, η Εκκλησία της Αντιόχειας προσλαμβάνει «αραβικό» χαρακτήρα… Επομένως, τη δικαιοδοσία τούτου επιζητούσαν οι Αραβόφωνοι Ορθόδοξοι να επεκτείνουν και στη Μερσίνα, στην οποία -από το έτος 1904 τοποθετηθείς- ο (τότε) Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Χρηστίδης διεξήγαγε αγώνες, αφανείς, αλλά και σκληρούς για την προάσπιση του Μικρασιατικού Ελληνισμού και των απαραγράπτων δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στην Κιλικία. Πάντως, ύστερα από λίγα χρόνια, υποχρεώθηκε όπως εγκαταλείψει τη θέση αυτή, για να μεταβεί στη γενέτειρα Σπάρτη, λόγω της ασθένειας του θείου και προστάτη του ιερομονάχου (=Αρχιμανδρίτη) Μελετίου, όπου και αναλαμβάνει τη διεύθυνση των Σχολών της Ελληνο-ορθόδοξης Κοινότητας, κατορθώνοντας να ανυψώσει τα ελληνικά εκπαιδευτήρια σε επίζηλη θέση. Μάλιστα, δίδαξε και στο Ημιγυμνάσιο της γενέθλιας πόλεώς του. Τον Δεκέμβριο του έτους 1910, ο τότε Μητροπολίτης Πισιδίας, «υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λυκίας, Σίδης, Μυρέων, Αττάλειας και Μικράς Αντιόχειας», Γεράσιμος (ο Τανταλίδης), γόνος της μεγάλης Φαναριωτικής οικογένειας των Τανταλιδών2, έχοντας ανάγκη βοηθού Επισκόπου στη διοίκηση της -όντως- μεγάλης εκκλησιαστικής επαρχίας του, αλλά και εξαιτίας της συνήθους διαμονής του στην Κωνσταντινούπολη ως μέλους της Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου της «Αγίας και Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», προτείνει για τη θέση αυτή τον Αρχιμανδρίτη Μελέτιο Χρηστίδη, ο οποίος και εκλέγεται -την 4η Δεκεμβρίου 1910- υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπος της «πάλαι ποτέ διαλαμψάσης» Επισκοπής Πατάρων3 και χειροτονείται υπό του γέροντα Μητροπολίτη Πισιδίας, συνεπικουρούμενου και από τους -τότε- Συνοδικούς Μητροπολίτες Σωζοαγαθουπόλεως Δωροθέου και Προικοννήσου Σωφρονίου, την 19η Δεκεμβρίου 1910, στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου του Γαλατά.
Σύντομα, από την ανάρρησή του στο επισκοπικό αξίωμα, ο πολύπαθος αυτός Ιεράρχης, ο «Σπάρταλης» Πατάρων Μελέτιος θα προβεί στην πρώτη, αλλά και σπουδαιότερή του χειροτονία, περί το έτος 1913: Χειροτόνησε ιερέα (πρεσβύτερο) τον – ηλικίας τριάντα-εννέα ετών – (παπά-) Ιωακείμ Πεσματζόγλου (1874- ή* 9 Ιανουάριου 1965) σε εκείνες τις αντίξοες περιστάσεις του σκληρότατα χειμαζόμενου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Παράλληλα, ορίσθηκε -και αυτό είναι το πλέον σημαντικό- «Αρχιερατικός Επίτροπος» με έδρα τη Σπάρτη Πισιδίας. Καθήκον μεγάλο και τιμητικό, αλλά και με τρομερές ευθύνες σ’ εκείνους τους πολυτάραχους και χαλεπούς καιρούς…
Η αρχιερατική-ποιμαντορική πορεία του Πατάρων Μελετίου συνεχίζεται, πάντοτε, με επιτυχία. Βεβαίως, έχοντας την επισκοπική του έδρα -πού αλλού;- στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Σπάρτη (Πισιδίας), ενώ, ο ιεραρχικά Προϊστάμενός του Μητροπολίτης έδρευε στην Αττάλεια της Παμφυλίας.
https://www.entaksis.gr/wp-content/uploads/2024/05/ΠΙΣΙ-1-222x300.jpg 222w" sizes="(max-width: 421px) 100vw, 421px" style="padding: 0px; margin: 0px 30px 20px 0px; float: left;">Ο Πατάρων Μελέτιος, γεννήθηκε κατά το έτος 1880 (μάλλον) στη Σπάρτη της Πισιδίας και το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος Χρηστίδης (και πρώην Χατζή-Αγάπογλου). Σπούδασε στη γενέτειρά του, έχοντας διδάσκαλο τον Γρηγόριο Δημητριάδη. Απεφοίτησε από το εκεί «Ημιγυμνάσιο», το έτος 1897, και στη συνέχεια -χάρη στην οικονομική συνδρομή-βοήθεια του εκ μητρός θείου του (επίσης κληρικού)- του Αρχιμανδρίτη Μελετίου, του γνωστού ως «παπα-Συμεών» ή Παπα-Συμεωνίδη, φοίτησε στην περισπούδαστη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου απεφοίτησε το έτος 1903…4
Όμως, η παραίτηση του επιχωρίου Μητροπολίτη -του Γερασίμου (του Τανταλίδη)- από τον επισκοπικό θώκο της Ιεράς Μητροπόλεως Πισιδίας (πειθ)αναγκάζει και τον βοηθό του, τον Επίσκοπο Πατάρων Μελέτιο όπως αποχωρήσει από την υπηρεσία στην εν λόγω Ιερά Μητρόπολη, κατά την πολυετή διάρκεια της οποίας διακονήσας -τόσο ως Αρχιμανδρίτης, όσο και ως Επίσκοπος- επέδειξε σπάνια διοικητικά προσόντα, αφού διηύθυνε τα της Εκκλησιαστικής αυτής Επαρχίας λίαν ευδοκίμως, τακτοποιώ ντας με επιτυχία, αλλά και οξυδέρκεια τα ζητήματα που ανεφύοντο στις Κοινότητες-Ενορίες, ενώ, εκπροσωπώντας την Ελληνική Ομογένεια στο Νομαρχιακό Συμβούλιο μόνο (Τούρκους) φίλους απέκτησε.
Κατόπιν ολιγόχρονης Παραμονής στη «Βασιλίδα των Πόλεων» Κωνσταντινούπολη, τοποθετείται στην Ιερά Μητρόπολη Ηράκλειας και Ραιδεστού. Εκεί, ανατίθενται σ’ αυτόν υπό του (τότε) Μητροπολίτη Γρηγορίου (του Καλλίδη) επισκοπικά καθήκοντα στην περιφέρεια της Μακράς Γέφυρας (τουρκ. Ουζούν Κιοπρού – Uzun Kopru) της Ανατολικής Θράκης, όπου προσέφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες -αληθώς πλούσιες- στην εθνική υπόθεση δια της αποστολής εκ μέρους του σημαντικών πληροφοριών προς το Εθνικό Κέντρο. Μάλιστα, κινδύνευσε να συλληφθεί και φυλακισθεί υπό των τουρκικών αρχών στην Αδριανούπολη (τουρκ. Εντιρνέ – Edirne) και, μόνο η ετοιμότητα του πνεύματος του -τότε- Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Πολυκάρπου (του Βαρδάκη (1910-1922), κατά τη σχετικώς διεξαχθείσα ανάκριση, έσωσε αυτόν…
Στη συνέχεια, από την Ανατολική Θράκη, περί το έτος 1919, αποστέλλεται υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και πάλι στην Ιερά Μητρόπολη Πισιδίας. Τώρα, πλέον, εδρεύει στην Αττάλεια της Παμφυλίας, αλλά, όπου -πλην των Τούρκων- έχει να αντιπαλεύσει και κατά των «Χριστιανών» Ιταλών, οι οποίοι προσπαθούν να αναπτύξουν δράση κατά τη διείσδυσή τους στη Νοτιοδυτική (κυρίως) Μικρά Ασία…
Γενικά, η διαδοχή -εκ των πραγμάτων (de facto)- του Μητροπολίτη Γερασίμου, μετά την «Ανακωχή» του έτους 1919, καθώς και η ανάρρηση του Πατάρων Μελετίου στον επισκοπικό θρόνο της Πισιδίας υπήρξε σπουδαιότατη.
Διότι συνέπεσε με την κρίσιμη εκείνη και καθολικά χαλεπή εποχή κατά την οποίαν ήρχισαν οι διωγμοί, οι εξορίες και οι λοιπές κακουχίες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που υφίσταντο τα πάνδεινα από τις κεμαλικές αρχές.
Την περίοδο εκείνη -και μετά τη 2α Μαΐου 1919- η Μικρά Ασία είχε χωρισθεί σε δύο «ζώνες». Σ’ αυτήν που τελούσε υπό Ελληνική Διοίκηση, με έδρα τη Σμύρνη της Ιωνίας, καθώς και σε εκείνη που επικρατούσε ο Μουσταφά Κεμάλ, ο μετέπειτα Ατατούρκ.
Βεβαίως, ο πρώτιστος στόχος των Κεμαλικών Τούρκων ήσαν οι «επώνυμοι» Έλληνες. Δηλαδή, οι πρόκριτοι, οι προύχοντες και οι πνευματικοί ταγοί: Οι κληρικοί και οι εκπαιδευτικοί (καθηγητές και διδάσκαλοι). Δυστυχώς, τότε, οι πλείστοι από τους κατά τόπους Αρχιερείς που ποίμαιναν τις διάφορες εκκλησιαστικές επαρχίες της Μικράς Ασίας υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν όχι μόνο τις Έδρες, αλλά και τους πιστούς του πνευματικού τους ποιμνίου στην τύχη του, καταφεύγοντας στην ασφάλεια της υπό Διεθνή Έλεγχο τελούσας «Βασιλεύουσας» -Κωνσταντινουπόλεως- και τροφοδοτούμενοι υπό της Ελληνικής Αρμοστείας. Από τις φωτεινές εξαιρέσεις οι λαμπροί Επίσκοποί: Πατάρων Μελέτιος (ο Χρηστίδης), Ικονίου Προκόπιος (ο Λαζαρίδης (1911-1923) και (μετ)έπειτα εθνομάρτυρας, καθώς και ο -τότε- Βοηθός του Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας (τουρκ. Νικσάρ – Niksar) Πολυκάρπου, ο από Σεβαστείας Γερβάσιος (ο Σουμελίδης (1914-1934)) και μετέπειτα Γρεβενών (Φεβρουάριος 1934 – 16 Απριλίου 1944), ο οποίος, είχε αποσυρθεί στα κτήματά του στην Κάβζα του Πόντου. Και, οι τρεις τους, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τόσο τις Εδρες τους, όσο και το παντοειδώς χειμαζόμενο ποίμνιό τους στην «καθ’ ημάς Ανατολή..!».
Ειδικά, ο Σπάρταλης «Άγιος Πατάρων» είχε πάμπολλες ευκαιρίες να διαφύγει διά θαλάσσης -χάρη στον λιμένα της Αττάλειας- στην Ελληνοκρατούμενη Σμύρνη, όπου έπνεε άνεμος Ελευθερίας και όπου υφίστατο και το πρώτο Σωματείο των Σπαρταλήδων (που ζούσαν και ειργάζοντο στην «Πρώτη Πόλη» της Μικράς Ασίας) και, το οποίο, συστεγάζετο με τον «Κυνηγετικό Σύλλογο» – κορυφαίο μέλος του οποίου υπήρξε ο κατόπιν Εθνομάρτυρας Γεώργιος («Γιωργάκης») Κλημάνογλου, ο οποίος, από κοινού με τον Νικόλαο Τσο(υ)ρουκτσόγλου -τον διευθυντή της γαλλόφωνης εφημερίδας της Σμύρνης «Απογευματινή»- ηύρε μαρτυρικό θάνατο, βαδίσας στα αιματοβαμμένα ίχνη του κατακρεουργηθέντος, από τα αιμοδιψή τουρκικά στίφη, Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου (του Καλαφάτη (1867-|27 Αυγούστου 1922) και κορυφαίου Εθνομάρτυρα. Όμως, παρά τις παραινέσεις των αφθονούντων, ισχυρών και μη, φίλων του (Ελλήνων και Τούρκων) εκείνος ο λαμπερός καθ’ όλα και πολιός Ιεράρχης θα αρνηθεί πεισματικά να πράξει κάτι τέτοιο και συνέχισε να παραμένει σθεναρός προστάτης των «Χριστιανών» του, ως ακριβής τηρητής της ευαγγελικής εντολής, ότι ο «καλός ποιμένας οφείλει να θυσιάσει την ψυχή του υπέρ του ποιμνίου του…». Πάντως, αυτή του η στάση επρόκειτο να του στοιχίσει πανάκριβα…
Οι αγώνες του «Σπάρταλη Δεσπότη» στην επισκοπική του περιφέρεια αποκτούν δραματική ένταση, έως ότου τελικά ελήφθη η απόφαση της εξορίας αυτού υπό των τουρκικών αρχών. Τοιουτοτρόπως, εξορίσθηκε -ως πρώτος και καλύτερος στόχος- τον Ιανουάριο του έτους 1921, για να φθάσει -πεζοπορώντας (συνήθως!)- στο απώτατο εσωτερικό της μαρτυρικής Μικρασιατικής Γης, όπου απεστάλη με άλλους εκτοπισθέντες Ομογενείς στα αφιλό ξενα βάθη της «καθ’ ημάς Ανατολής», της Ανατολίας (Anatolia) των Δυτικό-Ευρωπαίων, αλλά και της «Ανατολής (τουρκ. Αναντολού – Anadolu)» των Οθωμανών Τούρκων, μέχρι τη Μαλάτεια (τουρκ. Μαλάτυα – Malatya) -την Μελιτηνή των αρχαίων Ελλήνων- και, εν τέλει, στη Θεοδοσιούπολη (τουρκ. Ερζερούμ/Ερζουρούμ – Erjerum/Erjurum και αρμεν. Καρίν) της ιστορικής «Μεγάλης» Αρμενίας.
Η διαδρομή του ασκητικού και «Βυζαντινού στην όψη» Σπάρταλη Δεσπότη, του μακαριστού Κυρού Μελετίου, υπήρξε πλήρως οδυνηρή και κοπιώδης, αφού υπέστη τα πάνδεινα στο δριμύ ψύχος του ανατολικο-μικρασιατικού χειμώνα. Βαδίζοντας, κυρίως, πεζός5 και -μερικές φορές- ιππεύοντας ζώο, αλλά και υπό τη συνοδεία δύο Τούρκων εφίππων χωροφυλάκων (επειδή ήταν Επίσκοπος…), καθώς και ζώντας υπό το διαρκές μαρτύριο της δίψας και της πείνας6. Για διανυκτέρευση-κατάκλιση όπου έφθανε εκοιμάτο είτε σε καλύβα είτε σε σταύλο ή σε πανδοχείο (= χάνι). Χρησιμοποιούσε ως κλινοσκεπάσματα ο,τιδήποτε εύρισκε και θεωρούσε ευτύχημα εάν εύρισκε τρίχινο τσουβάλι για ζεστασιά. Και, όμως, ο «Άγιος Πατάρων», μόλις έφθανε σε κάποιον νέο τόπο και -παρ’ όλην την κόπωσή του- τελούσε τη θεία λειτουργία ανελλιπώς (!) προς χάριν, αλλά και ψυχική ανακούφιση των συνεξορίστων του.
Οπωσδήποτε, ο Σπάρταλης Δεσπότης, καθ’ όλην τη διάρκεια της αρχιερατικής του θητείας και διακονίας και όχι μόνο στην Εκκλησιαστική Επαρχία της Πισιδίας, πολλά προσέφερε στις εκεί Κοινότητες του υποδούλου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Άλλωστε, υπήρξε αρκούντως θαρραλέος και «Ελληνόψυχος», ενώ, πολλά κοινοτικά ζητήματα που χρόνιζαν παρά τις τουρκικές αρχές επέτυχε να τα επιλύσει ικανοποιητικά και -πάντοτε- προς όφελος των Ελληνικών Κοινοτήτων. Επιπλέον, αναπτύσσοντας πλουσιότατη εθναρχική (δηλαδή, εθνική και εκκλησιαστική ή θρησκευτική) δραστηριότητα, κατέστη «κάρφος οφθαλμών». Γι’ αυτό, κατεδιώχθη -ευκαιρίας δοθείσης- και κατεδικάσθη δις εις θάνατον δι’ απαγχονισμού υπό του διαβόητου τουρκικού «Δικαστηρίου της Ανεξαρτησίας (τουρκ. Ιστικλάλ Μαχκεμεσί – Istiklal Mahkemesi)», που είχε την έδρα του στην πόλη Αμάσεια του Πόντου.
Περαιτέρω, κατά τον εγκλωβισμό των Μικρασιατών Ελλήνων, κατοίκων του εσωτερικού της Μικράς Ασίας, ο Πατάρων Μελέτιος ανεκλήθη από την εξορία και οδηγήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί, όμως, εστάθη7 ομού με τους συνεπισκόπους του Ικονίου Προκόπιο και Σεβαστείας Γερβάσιο -«πρόμαχος» έναντι των προδοτικών- αντεθνικών προσπαθειών του απαίσιας μνήμης μωροφιλόδοξου αρνησιπάτριδος και «ρασοφόρου αγύρτη» παπα-Ευθύμ (= Ευθυμίου Καραχισαρίογλου ή Καραχισαρίδη ( Ιανουάριος 1972)8 για τη σύσταση «Τουρκοορθόδοξης (sic!)» πατριαρχικής Εκκλησίας, αρνούμενος σθεναρά να υποκύψει στις πιέσεις των Τούρκων, που επεδίωκαν να προωθήσουν το μίσθαρνο αυτό όργανό τους με απώτερο στόχο την εκρίζωση και εκδίωξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως…
Υπόδειγμα θρησκευτικότητας, αρετής και εργασίας λαμπρός αλλά πιστός στις παραδόσεις και τις υποθήκες της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, της οποίας κατέστη πτυχιούχος, υποστήριξε παντού και πάντοτε τόσο την Ορθοδοξία. όσο και τον (Μικρασιατικό) Ελληνισμό όχι μόνο όσο μπορούσε, αλλά, πολλές φορές και διακινδυνεύοντας και «την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων τιθέμενος».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- (τουρκ. Ιτσέλ – Ις οί και αρμεν. Γκιλιγκιά)… Γενικά, στο «Βιλαέτι(ο) της Κιλικίας» που απετελείτο από τέσσερα (4) «Σαντζάκια», -με πρωτεύουσα τα Άδανα- επί συνολικού πληθυσμού 422.810 κατοίκων, οι Έλληνες συμποσούντο σε 128.000 (30.20%) ψυχές, έναντι 87.000 (20.50%) Αρμενίων -όλων των δογμάτων- 41.011 (9.70%) τουρκογενών Οθωμανών και 166.799 (39.60%) Αραβοφώνων Ορθοδόξων Χριστιανών και Μωαμεθανών…
- Και ανεψιός του ποιητή (της «Φαναριωτικής Σχολής») Ηλία Τανταλίδη, που απεκαλείτο «το τυφλό αηδόνι του Βοσπόρου…».
- Πρόκειται περί σημαντικότατης παράλιας και εμπορικής πόλεως της Λυκίας -στη Νότια Μικρά Ασία- που έκειτο σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων, ανατολικά των εκβολών του ποταμού Ξάνθου, της οποίας ιδρυτής εθεωρείτο ο γυιός του θεού Απόλλωνος Πάταρος. Γι’ αυτό και ελατρεύετο σ’ αυτήν, προς τιμήν του πατέρα του ιδρυτή της, ο αποκαλούμενος «Παταρεύς Απόλλων», του οποίου και μαντείο λειτουργούσε (αλλά μόνο κατά την περίοδο του χειμώνα) εκεί, το οποίο εθεωρείτο ισάξιο προς αυτό των Δελφών. Η πόλη των Πατάρων ήκμασε κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Αργότερα, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους διεδραμάτισε σπουδαίο ρόλο, κυρίως κατά τη διάρκεια των πολέμων των «Διαδόχων (ή Επιγόνων)» του Αλεξάνδρου του Μεγάλου. Επιπλέον τα Πάταρα υπήρξαν και πρωτεύουσα της Λυκίας, περιοχής της Μικράς Ασίας μεταξύ Καρίας. Παμφυλίας και Πισιδίας. Στην Ιστορία -κατά την εμφάνιση και επικράτηση του Χριστιανισμού- είναι τα Πάταρα γνωστά και από την επίσκεψη αυτών υπό του «Αποστόλου των Εθνών» Παύλου («Πράξεις των Αποστόλων» Κεφ. Κ’ και ΚΑ’), όταν επέστρεφε από την Γ περιοδεία του. πέρασε από την Μίλητο και από εκεί έφθασε στις νήσους Kgj και Ρόδο, ενώ στη συνέχεια μετέβη στην πόλη των Πατάρων (τη γενέτειρα του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού), όπου επεβιβάσθη άλλου πλοίου που απέπλεε στη Φοινίκη και μετέβη στην Τύρο και τα Ιεροσόλυμα.
- Ο πατέρας του «Αγίου Πατέρα» υπήρξε ράπτης. Όμως, ο πάππος του υπήρξε ιερέας όπως και ο θείος του ο πολύ γνωστός (στους Σπαρταλήδες κυρίως) για την παιδεία του, ιερομόναχος Μελέτιος…
- Και, μάλιστα, ξυπόλητος (έχοντας τα υποδήματά του δεμένα με τα κορδόνια τους και περασμένα πέριξ του λαιμού του)… Ο διατελέσας -επί μία συναπτή εικοσαετία- Πρόεδρος της «Ενώσεως Σπάρτης (Πισιδίας) Μικράς Ασίας» αείμνηστος Κοσμάς Νικ. Νικολαίδης (και πρώην Χατόγλου) αρκετές φορές και, με ιδιαζόντως γλαφυρό ύφος ομίλησε από του βήματος του Συλλόγου περί των περιπετειών του Σπάρταλη Δεσπότη στην εξορία…
- Καθ’ όλην την απόσταση έως τον Ευφράτη ποταμό… Οι συνεξόριστοι άνδρες δεν ήσαν μόνο από την Σπάρτη, αλλά και από άλλες περιοχές. Τελικά, οδοιπορώντας πεζοί αφίχθησαν στην Άμιδα (τουρκ. Ντιαρμπεκίρ – Diyarbekir και συρ. Αμίντ) των αρχαίων Ελλήνων. Εκεί, εξηναγκάσθησαν να ζήσουν κάτω από τις χειρότερες συνθήκες και εκτελώντας βαρύτατες και επικίνδυνες εργασίες (κατασκευή δρόμων κ.ά.), υποσιτιζόμενοι και μα στιζόμενοι από επιδημικές ασθένειες, όπως ο εξανθηματικός τύφος. Κατ’ αυτόν τον τρόπον και δίκην «λευκού θανάτου» εξολοθρεύθηκε ο μισός και πλέον αριθμός των εξόριστων ανδρών που είχαν ενταχθεί στα διαβόητα και απαίσιας μνήμης «τάγματα εργασίας» (τουρκ. αμελέ ταμπουρού – amele tamburu)…
- Και. για την ακρίβεια, στο Ορφανοτροφείο (Αρμένων) του Ζιντζή-Ντερέ (των Φλαβιανών) της Καππαδοκίας, όπου και εγκατεβίωσε μαζί με τον από Σεβαστείας Γερβάσιο αλλά και υπό συνθήκες πλήρους ένδειας…
- Ο οποίος, ήταν έγγαμος ιερέας και κατήγετο από την περιοχή των Μεταλλείων του Ταύρου (τουρκ. Ακ-Νταγ-Μαντέν – Ak-Dag Maden). Προ του θανάτου του ζήτησε επίσημα συγγνώμη από τον τότε Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως μακαριστό Κυρό Αθηναγόρα.
Ο «ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΙΔΩΝ» ΠΑΤΑΡΩΝ ΜΕΛΕΤΙΟΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΟΓΛΟΥ – ΕΝΩΣΗ ΣΠΑΡΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ – Ν. ΙΩΝΙΑ 2000
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ