ΔΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΡΩΣΣΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Florovsky 835x417

π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ

 Το θέμα που ασχολείται με τις δυτικές επιδράσεις επί της ορθοδόξου θεολογίας είναι πολύπλοκο. Τίθεται συχνά ακόμα και σήμερα, μερικές φορές ωμά και με οξύτητα. Σύμ­φωνα με τον μητροπολίτη Αντώνιο Khrapovitskii (+ 1936), η όλη ανάπτυξη της ρωσσικής θεολογίας από του δεκάτου εβδόμου αιώνος , όπως αυτή διδασκόταν στα σχολεία, δεν ήταν πα­ρά ένα επικίνδυνο δάνειο από ετερόδοξες δυτικές πηγές.

Και γι’ αυτόν τον λόγο, κατ’ αυτόν, πρέπει τελείως να αποκηρυχθή και να αποκλεισθεί. «Το σύστημα της ορθοδόξου θεολογίας είναι κάτι που ακόμα αναζητούμε, και, γι’ αυτό τον λόγο, πρέ­πει κανείς να ανεύρη και να εξετάσει τις γνήσιες πη­γές του, αντί να αντιγράφη συστήματα αιρετικών δογμάτων, όπως έγινε συνήθειά μας τα τελευταία 200 χρόνια».

Πολλοί είχαν την εντύπωση ότι η ρωσσική θεολογία παραμορφώθηκε τελείως από τις δυτικές επιδράσεις. Έτσι γεννήθηκε η πεποίθηση ότι ένας βασικός και αποφασιστικός επαναπροσανατολισμός του όλου θεολογικού έργου ή­ταν αναγκαίος, ότι επιβάλλετο μια ριζική επιστροφή στις αγνοημένες και ξεχασμένες πηγές της γνήσιας πατερικής Ορθοδοξίας. Αυτή η επιστροφή σημαίνει απάρνηση και παραμερισμό της Δύσεως. Υπάρχει κάποια αλήθεια σε τέτοιες διαβεβαιώσεις. «Ο αγών κατά της Δύσεως» στη ρωσσική θεολογία μπορεί να θεωρηθή δικαιολογημένος. Υ­πάρχουν ασφαλώς αρκετές περιπτώσεις και αρκετοί λόγοι που δικαιώνουν αυτή τη στάση. Και είναι ακριβώς η ιστορία αυτών των δυτικών επιδράσεων και δανείων στην ορθόδοξη θεολογία που ακόμα δεν έχει αρκετά ερευνηθή. Πρέπει κανείς, οπωσδήποτε, ν’ αρχίζη πάντα με μια ακριβή περι­γραφή των γεγονότων.

Σ’ αυτή τη σύντομη πραγματεία πρέπει κανείς να αρκεσθή σε μια επιλογή περιορισμένου αριθμού γεγονότων, των πιο σπουδαίων, αποφασιστικών ή χαρακτηριστικών.

I

Η παραδοσιακή άποψη της πλήρους απομονώσεως και του πλήρους αποκλεισμού της αρχαίας Ρωσσίας έχει προ πολλού απορριφθεί. Οι αρχαίοι «Ρώς» ποτέ δεν είχαν πλή­ρως αποκοπή από τη Δύση. Κι αυτή η σχέση με τη Δύση επιβεβαιώνεται όχι μόνο στην πολιτική η οικονομική σφαί­ρα, αλλ’ επίσης και στη σφαίρα της πνευματικής αναπτύξεως, ακόμα και στη σφαίρα της θρησκευτικής κουλτούρας.

Η βυζαντινή επίδραση πράγματι εδέσποζε, αλλά δεν ήταν καθόλου η μόνη επίδραση. Πρέπει κανείς να παραδεχθή μια εξασθένιση της βυζαντινής επιδράσεως ήδη στον δέκατον έκτο αιώνα, μια κρίση του ρωσσικού βυζαντινισμού. Οι δυτικές σχέσεις του Novgorod ήσαν οι πιο καταφανείς και παρατεταμένες. Και ακριβώς κατά τον δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο αιώνα η πύλη αυτή έγινε το θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, το κέντρο για ολόκληρο τον ρωσσικό βορρά και τη ρωσσική ανατολή.

Η Μόσχα, που αναπτυσσόταν ραγδαία εκείνη την εποχή, εξαρτάτο πολιτιστικώς κατά το πλείστον από πηγές από το Novgorod. Βιβλία προμηθευόταν ακριβώς από αυτή τη βόρεια δημοκρατία. Εκείνη την εποχή, με την παρότρυνση του αρχιεπισκόπου Γενναδίου, ένα πολύ υπεύθυνο έργο άρχισε — η σύνταξη του πρώτου πλήρους σλαβονικού βιβλικού κώδικος. Η Βίβλος στην αρχή δεν μεταφράσθηκε στα σλαβονικά ως ένα ενιαίο και πλήρες βιβλίο αλλά μάλλον ως μια συλλογή λειτουργικών αναγνωσμάτων βασισμένων πάνω στην τάξη και στον κύκλο του λειτουργικού έτους — και αυτή η μετάφραση δεν περιελάμβανε ολόκληρο το βιβλικό κείμενο· τα μη κανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης δεν μεταφράσθηκαν, αφού σπανίως αντιπροσωπεύονταν στα ανατολικά εύαγγελιάρια (lectionaries). Η γενική επίβλεψη και εκτέλεση του έργου στο Novgorod ήταν επισήμως στα χέρια του αρχιδιακόνου του επισκόπου, Γερασίμου Ροpovka. Ο πραγματικός πνευματικός οδηγός, εν τούτοις, ή­ταν ένας δομηνικανός μοναχός ονομαζόμενος Βενιαμίν, ο οποίος, κατά τις λέξεις του χρονογράφου, ήταν «ιερεύς και μοναχός από το τάγμα του άγ. Δομηνίκου, σλαβικής κατα­γωγής, αλλά Λατίνος στην πίστη». Δεν γνωρίζουμε περισ­σότερα γι’ αυτόν. Αλλά δύσκολα μπορεί κανείς να υποθέση ότι αυτός ο δομηνικανός μοναχός από την Κροατία ήλθε στο Novgorod εντελώς τυχαία. Προφανώς είχε φέρει μα­ζί του μερικά ήδη μεταφρασμένα βιβλικά κείμενα. Πράγμα­τι η επίδραση της Βουλγάτας είναι πολύ αισθητή στον βι­βλικό κώδικα του Γενναδίου, γιατί η Βουλγάτα και όχι ελ­ληνικά χειρόγραφα χρησίμευσαν ως πρότυπο για το κείμε­νο. Τα μη κανονικά βιβλία συμπεριλαμβάνονταν στον κώδι­κα σύμφωνα με τη λατινική χρήση. Τα βιβλία των Παραλειπομένων, το τρίτο βιβλίο του Έσδρα, το βιβλίο της Σο­φίας, και τα δυο πρώτα βιβλία των Μακκαβαίων μεταφράσθηκαν εξ ολοκλήρου από τα λατινικά. Ένας μελετητής «της χειρογράφου παραδόσεως της σλαβικής Βίβλου» (ο καθηγητής Ε. Evseev) χαρακτηρίζει τη σπουδαιότητα του κώδικος του Γενναδίου ως «τη στροφή της σλαβικής Βίβλου από το ελληνικό “κανάλι,, προς το λατινικό». Και δεν πρέ­πει να λησμονεί κανείς ότι ήταν ακριβώς «η Βίβλος του Γενναδίου» πάνω στην οποίαν η πρώτη σλαβική έκδοση της Βίβλου του Ostrog (1580) βασίσθηκε. Μ’ αυτή την ευκαιρία το κείμενο, ασφαλώς, για μια ακόμη φορά αναθεωρήθηκε και συγκρίθηκε (επί τη βάσει τυπογραφημένων εκδόσεων) με το ελληνικό — η όλη ιστορική αξία της Βίβλου του Ostrog καθορίζεται ακριβώς από το γεγονός ότι αυτή στη­ρίζεται στο ελληνικό κείμενο — όμως, η ολίσθηση στο λα­τινικό κανάλι δεν υπερνικήθηκε πάρα ταύτα πλήρως. Με ορισμένες βελτιώσεις το κείμενο του Ostrog επαναλήφθηκε στην «Ελισαβετιανή Βίβλο» του 1751 — και αυτό είναι το κείμενο που σήμερα χρησιμοποιείται. Στον «οίκο του αρχιεπισκόπου» Γενναδίου πολλά μεταφράστηκαν από τα λα­τινικά. Κατά τη διάρκεια της εργασίας επί της νέας λει­τουργικής τάξεως, το περίφημο βιβλίο του V. Durantius, «Rationale divinorum officiorum», μεταφράσθηκε (τουλάχιστον εν μέρει) προφανώς για να χρησιμεύσει ως πηγή.

Κρίνοντας από τη γλώσσα, - φαίνεται ότι ο μεταφραστής ήταν ξένος, δηλαδή όχι Ρώσσος — για μια ακόμα φορά ήταν πιθανώς ο μοναχός Βενιαμίν. Μεταφρασμένος επίσης από τα λατινικά εκείνη την εποχή ήταν ο «Σύντομος λόγος κατ’ εκείνων οι οποίοι αξιώνουν να κατέχουν ιερά αντικείμενα, κινητά η ακίνητα, από τους καθεδρικούς ναούς» — μια υπεράσπιση της εκκλησιαστικής περιουσίας και της πλήρους ανεξαρτησίας της τάξεως των κληρικών, η οποία γι’ αυτό κατέχει επίσης και το δικαίωμα «να ενεργή με τη βοήθεια του κοσμικού βραχίονος». Πολύ γνωστή επίσης είναι η σπουδαία αναφορά του Γενναδίου προς τον «Ισπανό βασι­λέα», για ιόν οποίον οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι ανάφεραν ότι «καθάρισε» τη χώρα του από τους αιρετικούς με επίσημες εκτελέσεις.

Υπάρχει σοβαρός λόγος να μιλούμε για μια «δεσπό­ζουσα καθολική ατμόσφαιρα» που περιέβαλλε τον Γεννάδιο (I. Ε. Evseev). Η ρωσσική εικονογραφία του δεκάτου πέμ­πτου και δεκάτου έκτου αιώνος επηρεάσθηκε επίσης από δυτικά πρότυπα και θέματα, που ήλθαν και πάλιν από το Novgorod και το Pskov στη Μόσχα, όπου αποκρούσθηκαν από ορισμένους κύκλους ως καινοτομίες η διαστρεβλώσεις: ε­δώ βρίσκεται η ιστορική αξία της πολύ γνωστής «Αμφιβο­λίας» του Djak I. Μ. Viskovatii σχετικά με τις καινούργιες ει­κόνες. Οι εκκλησιαστικές αρχές, όμως, ευνοούσαν αυτές τις καινοτομίες, νομίζοντάς τες ως κάτι το αρχαίο. Εν πάση περίπτωση, η δυτική επίδραση κατέστη αρκετά εμφανής ακόμα και στην ιερή τέχνη της εικονογραφίας. «Δυτική», σ' αυτή την περίπτωση, σημαίνει λατινική η ρωμαϊκή. Και «ο γάμος του τσάρου στο Βατικανό» ήταν το σύμβολο της κινήσεως προς τη Δύση. Πράγματι, αυτός ο γάμος σήμαινε την προσέγγιση της Μόσχας προς την Ιταλία εκείνης της εποχής μάλλον παρά την αναβίωση βυζαντινών παραδόσεων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καθεδρικοί ναοί του Κρεμλίνου κτίσθηκαν η ξανακτίσθηκαν εκείνη την εποχή από Ιταλούς τεχνίτες. Και πράγματι αυτά τα καινούργια κτίσματα της Μό­σχας ήσαν, όπως τα περιγράφει ο Herberstein, καθαρώς «morei talicο». Ακόμα πιο χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι ο Μάξιμος ο Γραικός προσκληθείς από τη μονή του Βατοπεδίου του Άγ. Όρους στη Μόσχα, για να βοηθήση στο έργο της μεταφράσεως, δεν μπορούσε να βρη κα­νέναν σ' ολόκληρη τη Μόσχα που να μπορούσε να μιλήση μαζί του ελληνικά. «Ομιλεί λατινικά και τα μεταφράζουμε στα ρωσσικά για τους γραφείς» — ο μεταφραστής ήταν ο Δημήτριος Gerasimov, ένας πρώην μαθητής και βοηθός του Βενιαμίν, θα ήταν πράγματι τελείως εσφαλμένο να έρμηνεύσουμε όλα αυτά τα γεγονότα ως απόδειξη ότι υπήρχε μια συμπάθεια προς τους Ρωμαίους στο Novgorod η στη Μόσχα. Ήταν μάλλον μια μισοασυνείδητη αφομοίωση ξέ­νων πνευματικών αξιών με την αφελή πεποίθηση ότι μπο­ρεί κανείς να παραμείνη ακόμα πιστός στην πατρική και πα­ραδοσιακή πίστη. Έτσι, ταυτόχρονα, μια «δυτική» ψυχολο­γία κατά παράξενο τρόπο συνυπήρχε με μια μισαλλοδοξία έναντι της Δύσεως.

I I

Στην άλλη πλευρά των συνόρων της Μόσχας η συνάν­τηση με τη Δύση ήταν πιο άμεση και πιο βαθειά. Στη Λιθουανία και στην Πολωνία αυτή ήταν κατ’ αρχήν μια συνάν­τηση με τη Μεταρρύθμιση και με τον «Σοκινιανισμό» (Αντιτριαδολογικό κίνημα που εμφανίσθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα στην Ιταλία και εξαπλώθηκε στην Πολωνία υπό την αρχηγία του Socinus, ο οποίος αρνήθηκε τα δόγματα: της Αγίας Τριάδας, της Θεότητας του Χριστού, της προσωπικότητας του διαβόλου, της απολυτρώσεως, της αποτελεσματικότητος των μυ­στηρίων και της αιωνιότητας της μελλούσης κολάσεως), και αργότερα με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία , το ιησουιτικό τάγμα και την «Ουνία». Επειδή οι περιστάσεις μέσα στις οποίες διαδραματίσθηκε ο αγώνας για την Ορ­θόδοξη Εκκλησία ήταν υπερβολικά περίπλοκες και δύσκο­λες, ήταν απλώς ψυχολογικά αναπόφευκτο να γίνουν ορι­σμένοι συμβιβασμοί με ετερόδοξους συμμάχους, φίλους, αντιπάλους, ακόμα και εχθρούς, Εν πρώτοις δόθηκε ισχυρή έμφαση σ’ έναν ελληνιστικό προσανατολισμό — ως το ιδεώ­δες και ο στόχος του σλαβοελληνικού πολιτισμού — στον κύκλο του Ostrog και στο Lemberg (Lvov) στο σπίτι του ίδιου του πρίγκηπα Ostrozhskii. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για τους οποίους αυτός ό στόχος εγκαταλείφθηκε, μάλλον γιατί έπρεπε να εγκαταλειφθή. Ακόμα και στον κύκλο του Ostrog η διάθεση δεν ήταν σταθερή και οι γνώμες διίσταντο.

Η πρακτική σοφία της ζωής έσπρωχνε κανέναν προς τη Δύση. Μπροστά στον κίνδυνο της «Ουνίας», οι Ορθόδο­ξοι ήσαν οι ευνόητοι, κάποτε μάλιστα οι απρόθυμοι, «σύμ­μαχοι» των Προτεσταντών και των «Ετεροδόξων». Και πολ­λοί ήσαν έτοιμοι να πάνε ακόμα και πέρα από την απλή θρησκευτική και πρακτική βοήθεια· από αυτή την άποψη, παραδείγματος χάριν, η στάση των Ορθοδόξων και των Καλβινιστών στο συνέδριο και στην «ομοσπονδία» στη Vilna (προ του 1599) είναι πολύ χαρακτηριστική. Ακόμα και ο πρίγκηπας Κ. Ostrozhskii το θεώρησε σωστό να αναθέσει στον σοκινιανό Motovila να μεταφράση την ορθόδοξη ανασκευή του βιβλίου του Πέτρου Skarga, «Επί της ελληνικής αποστασίας» , μια ενέργεια κατά της οποίας ο πρίγκηπας Α. Μ. Kurbskii, ο αδιάλλακτος φυγάς από τη Μόσχα, διαμαρτυρήθηκε με τη μεγαλύτερη αγανάκτηση. Και η ορθόδοξη απάντηση στο βιβλίο του Skarga για τη σύνοδο της Βρέστης στην πραγματικότητα γράφτηκε από έναν Καλβινιστή — η πασίγνωστη «Απόκρισις» δημοσιεύθηκε το 1587 υπό το όνομα του Χριστόφορου Philaletes. Πιστεύε­ται εύλογα ότι το ψευδώνυμο ανήκε πράγματι στον γνωστότατο διπλωμάτη εκείνης της εποχής Μαρτίνο Bronevskii, τον γραμματέα του βασιλέως Στεφάνου Batorii, που είχε πολύ αναμειχθεί στην ομοσπονδία των Ορθοδόξων και των Ευαγγελικών. Στην ίδια την «Απόκρισιν» παρατηρεί κα­νείς σε ορισμένα σημεία μια φανερή ομοιότητα με το έργο του Καλβίνου, «Institutio Christianae religionis». Εν τούτοις, δεν υπήρχε σ’ όλα αυτά καμμιά ενσυνεί­δητη προδοσία της ορθοδόξου παραδόσεως και καμμιά πραγματική ροπή προς τον Προτεσταντισμό.

Πιο σπουδαίο και επικίνδυνο, όμως, ήταν η διαρκώς αυξανόμενη συνήθεια μεταξύ των ρώσσων συγγραφέων να διαπραγματεύωνται θρησκευτικά και θεολογικά θέματα μέσα σ’ ένα δυτικό πλαί­σιο αναφοράς. Εκείνη την εποχή, εν τούτοις, ανασκευή του Λατινισμού δεν σήμαινε ισχυροποίηση της Ορθοδοξίας. Ιδιαίτερα γιατί ακόμα και τα επιχειρήματα των Μεταρρυθμι­στών χρησιμοποιήθηκαν στις πολεμικές συζητήσεις εκείνης της εποχής, επιχειρήματα που ασφαλώς δεν μπορούσαν πάν­τα να συμφωνούν με τα βασικά δόγματα της Ορθοδοξίας.

Ιστορικά αυτή η πρόσμιξη του Προτεσταντισμού ήταν ίσως αναπόφευκτη, αλλά κάτω από την επίδρασή της η «οδός» ενός σλαβικού και ελληνικού πολιτισμού αμαυρώθηκε και ε­πισκιάσθηκε. Επί πλέον ήταν και το γεγονός ότι δεν μπο­ρούσε κανείς πια να στηριχθή στους Έλληνες για βοήθεια.

Πράγματι, εκείνη την εποχή οι Έλληνες διδάσκαλοι έρ­χονταν συνήθως από τη Δύση όπου είχαν σπουδάσει. Είτε είχαν σπουδάσει στη Βενετία, Πάδουα, Ρώμη, η ακόμα στη Γενεύη η στη Wittenberg — από κανένα από αυτά τα κέν­τρα δεν έφερναν οι Έλληνες μαζί τους τη βυζαντινή κλη­ρονομιά η την πατερική κληρονομιά. Μάλλον έφερναν α­κριβώς δυτικές καινοτομίες. Τον δέκατον έκτο αιώνα οι συμπάθειές τους ήσαν γενικώς με τους Προτεστάντες· αργότερα εμφανίσθηκε ένας κάπως κεκαλυμμένος Λατινισμός.

Έτσι υπήρχε κάποια αλήθεια στα κακόβουλα ειρωνικά λόγια του ουνίτου μητροπολίτου Hypatius Pociei, όταν έγραφε στον πατριάρχη Μελέτιο Πηγά ότι ο Καλβίνος έχει αντικαταστήσει τον Αθανάσιο στην Αλεξάνδρεια, ο Λούθηρος κυβερνά στην Κωνσταντινούπολη και ο Ζβίγλιος στα Ιερο­σόλυμα. Αρκεί να θυμηθούμε την «Ομολογία» του Κυρίλ­λου Λουκάρεως, η γνησιότητα της οποίας δεν μπορεί πια να αμφισβητείται. Αυτή η ανέλπιστη παρουσίαση του Καλβινι­σμού από τον ορθόδοξο πατριάρχη μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει σαν αποτέλεσμα των σπουδών του στη Γενεύη. Μπο­ρεί επίσης να εξηγηθεί εν μέρει από το γεγονός ότι αυτός ήταν στη δυτική Ρωσσία ακριβώς την εποχή του κοινού αγώνος κατά της «Ουνίας». Όπως φαίνεται εκεί συνέλαβε την ιδέα μιας «ομοσπονδίας» με τους αντιπροσώπους της ελ­βετικής ομολογίας.(Καλβινιστές)

Η επίδραση της Μεταρρυθμίσεως στη δυτική Ρωσσία ήταν μόνο προσωρινή. Γρήγορα επικράτησε η αντίθετη τά­ση — ένας ενθουσιασμός για το ρωμαϊκό πρότυπο . Η σημασία της μεταβολής εκφράζεται από τη μορφή του περίφημου μητροπολίτου Κιέβου Πέτρου Μογίλα, του ο­ποίου η ιστορική επίδραση ήταν αποφασιστική. Μια ολό­κληρη εποχή στην ιστορία της Εκκλησίας και του πολιτι­σμού της δυτικής Ρωσσίας χαρακτηρίζεται, πολύ σωστά, από το όνομά του. Αυτός και οι μαθηταί του ήσαν φανερά και αποφασιστικά δυτικόφιλοι. Στη ρίζα του, όμως, αυτός ο «δυτικισμός» ήταν πράγματι ένας καμουφλαρισμένος «ρωμανισμός»(=Ρωμαιοκαθολικισμός). Αν και ο Μογίλας είχε αναμφιβόλως πολε­μήσει για τη νομική ανεξαρτησία της Εκκλησίας του Κιέ­βου και είχε υποστηρίξει την αντίσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά της «Ουνίας», εν τούτοις δεν υπήρχε σε πολλά σημεία καμμιά δογματική διαφορά μεταξύ αυτού και της Ρώμης. Γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιούσε λατινικές πηγές πολύ εύκολα και χωρίς δισταγμό, νομίζοντας ότι θα ξανάβρισκε σ’ αυτές την αληθινή, την πραγματική Ορθοδοξία.

Υπήρχε μια κάποια ανεξήγητη αντίφαση στη μορφή του Πέτρου Μογίλα. Οδήγησε την Εκκλησία της δυτικής Ρωσσίας έξω από την απελπιστική της κατάσταση και την παρακμή από την οποία είχε υποφέρει τόσο πολύ ύστερα από τη Σύνοδο της Βρέστης. Χάρις στον Μογίλα αυτή πήρε νομική υπόσταση μέσα στη Δημοκρατία της Πολωνίας. Αλ­λά η όλη οικοδομή την ίδια στιγμή ανοικοδομήθηκε μ’ ένα καινούργιο και ξένο πνεύμα — ένα λατινικό πνεύμα.

Ο αγώνας που συνόδευε όλα τα σχέδια και τα προγράμματα του Μογίλα προκαλείτο από δυο αντίθετες θεωρήσεις — τη δυτική και την ελληνοσλαβική. Ο Πέτρος Μογίλας πρόσφερε επίσης μια αναμφισβήτητη, αλλά διφορούμενη υπηρεσία, με την ίδρυση του Κολλεγίου του Κιέβου. Γιατί ήταν ένα λατινικό σχολείο. Τούτο δεν ήταν μόνο ένας «εκλατινισμός» της γλώσσας, των εθίμων και της θεολογίας, αλλ’ ήταν επίσης ένας «εκλατινισμός» της όλης θρησκευτι­κής ψυχολογίας: έτσι αυτή η ίδια η ψυχή του λαού για μια ακόμα φορά εκλατινίσθηκε. Και αρκετά παράξενο, όλα αυτά συνέβαιναν εν ονόματι του πιο φανατικού εθνικού και πολιτικού αγώνος κατά της Ρώμης και της Πολωνίας. Εξ αιτίας αυτού, η εσωτερική ανεξαρτησία πραγματικά χάθη­κε, οι σχέσεις με την Ανατολή διακόπηκαν μια ξένη μη αυθεντική και δανεισμένη κατεύθυνση υιοθετήθηκε, που δυσ­τυχώς αρκετά συχνά στο μέλλον έφραζε τον δρόμο στο πά­θος της δημιουργικότητος.

Ο Μογίλας δεν ήταν μόνος στον κρυπτορωμαιοκαθολικισμό του. Εξέφραζε μάλλον το πνεύμα της εποχής του.

Το βασικό και πιο πολύ εκφραστικό μνημείο της εποχής του είναι η καλουμένη «Ορθόδοξος ομολογία».

Είναι δύσκολο να πη κανείς με βεβαιότητα ποιος ήταν ο συγγραφεύς ή ο έκδοτης αυτής της «κατηχήσεως»· γενικά θεωρείται ότι είναι ο ίδιος ο Μογίλας, αν και στην πραγμα­τικότητα ήταν ένα συλλογικό έργο διαφόρων συνεργατών.

Προφανώς γράφτηκε αρχικά στα λατινικά και σ’ αυτή την αρχική μορφή παρατηρεί κανείς μια πολύ ισχυρότερη επίδραση των λατινικών προτύπων παρ’ ότι στην οριστική μορφή που πήρε μετά την κριτική αναθεώρηση που υπέστη στις συνόδους του Κιέβου (1640) και του Ιασίου (1642).

Οι περιπτώσεις εδώ δανεισμού και μιμήσεως είναι στην πραγματικότητα μικρότερης σημασίας από το γεγονός ότι η «Confessio orthodoxa» στην ολότητά της ή­ταν απλώς ένας συμβιβασμός προς τα λατινικά κείμενα, πράγματι μια «προσαρμογή» προς αυτά. Εν πόση περιπτώσει, πιο στενά συνδέεται με τα ρωμαιοκαθολικά κείμενα εκείνης της εποχής παρά με την πνευματική ζωή της Ορ­θοδοξίας ή τις παραδόσεις των Πατέρων της Ανατολής.

Επί μέρους ρωμαιοκαθολικά δόγματα — π.χ. το δόγμα του παπικού πρωτείου — απορρίπτονται εδώ, αλλά το γενικό ύφος πάρα ταύτα παραμένει ρωμαιοκαθολικό. Το ίδιο ισχύ­ει και για τη λειτουργική μεταρρύθμιση του Πέτρου Μογίλα. Το περίφημο Ευχολόγιό του (1646) είναι βαθειά επηρεασμένο από το Ευχολόγιο του πάπα Παύλου του 5ου, από το οποίο οι εισαγωγικές επεξηγήσεις των επί μέρους ακολουθιών και τελετών ελήφθησαν σχεδόν κατά γράμμα.

Το Κολλέγιο του Μογίλα στο Κίεβο γρήγο­ρα έγινε το κέντρο αυτής της μιμήσεως των λατινικών προ­τύπων όχι μόνο για τα νότια και δυτικά τμήματα της Ρωσσίας, αλλά και για τον μοσχοβίτικο βορρά. Η θρησκευτική φιλολογία του Κιέβου τον δέκατο έβδομο αιώνα στηριζόταν πλήρως σε λατινικές πηγές και λατινικά πρότυπα. Αρκεί να μνημονεύσουμε το όνομα του Stefan Javorskii, που αργότερα, στα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Πέτρου, πήγε προς βορράν. Το βιβλίο του «Πέτρα της πίστεως» (Kamen Very) στην πραγματικότητα ήταν μόνο μια «πε­ρίληψη», ένα περιληπτικό «απάνθισμα» διαφόρων λατινι­κών έργων, κυρίως δε του έργου του Bellarmine, Disputationes de controversis christianae fidei. Το βιβλίο του για την έλευση του Αντίχριστου γράφτηκε κατά το πρότυπο ανάλογου βιβλίου του Ισπανού Ιησουίτου Malvenda .

Το ουσιώδες αυτής της ρωμαιοκαθολικής ψευδομορφώσεως βρί­σκεται στο γεγονός ότι ο σχολαστικισμός απέκρυψε τους Πατέρας από τους Ρώσσους και τους απομάκρυνε από τη μελέτη των έργων τους. Ήταν περισσότερο μια ψυχολογι­κή και πολιτιστική εκλατίνιση παρά ένα θέμα που αφορούσε την πίστη.

Εν τούτοις και τα κριτήρια του δόγματος κλονίσθηκαν.

Επί Μεγάλου Πέτρου οι μεγάλες θεολογικές σχολές η τα σεμινάρια ιδρύθηκαν επίσης καθ’ όλη τη Μεγάλη Ρωσσία ακριβώς σύμφωνα με το πρότυπο του νότου, το πρότυπο του Κιέβου. Αυτές οι σχολές ήταν εξ ολοκλήρου λατινικές και οι διδάσκοντες για πολύ καιρό εστρατολογούντο από τα «ινστιτούτα» της νοτιοδυτικής Ρωσσίας. Ακόμα και η Σλά­βο - Ελληνο - Λατινική Ακαδημία στη Μόσχα χρησιμοποίη­σε ως πρότυπο και υπόδειγμά της το Κίεβο. Αυτή, όμως, η μεταρρύθμιση του Μεγάλου Πέτρου σήμαινε και μια «ουκρανοποίηση» στην ιστορία των εκκλησιαστικών σχολών.

Υπήρχε, τρόπον τινά, μια μετανάστευση των νοτίων Ρώσσων προς βορρά, όπου εθεωρούνιο σαν ξένοι για δυο λό­γους: τα σχολεία τους ήσαν «λατινικά» και οι ίδιοι ήσαν «ξένοι». Στο σπουδαίο βιβλίο του πάνω στις εκκλησιαστικές σχολές του δεκάτου ογδόου αιώνος ο Znamenskii κάνει την εξής επιτυχημένη παρατήρηση:

«Για το σπουδαστή, όλοι αυτοί οι δάσκαλοι ήσαν με όλη τη σημασία της λέξεως ξένοι από μια ξένη χώρα — η «Μικρή Ρωσσία» εθεωρείτο εκείνη την εποχή σαν ξένη χώρα. Είχε τα δικά της ιδιαίτερα έθιμα και τις δικές της αντιλήψεις και μια ξενική ακαδημαϊκή μόρφωση. Τη γλώσσα της ήταν δύσκολο να την καταλάβουν οι Ρώσσοι της Μεγάλης Ρωσ­σίας και ηχούσε παράξενα στα αυτιά τους. Ακόμα, αυτοί οι δάσκαλοι δεν κατέβαλαν ποτέ καμμιά προσπάθεια να προσαρμοσθούν με τους μαθητές τους η με τη χώρα στην οποία είχαν προσκληθή. Μάλλον περιφρονούσαν ολοφάνερα τους Ρώσσους της Μεγάλης Ρωσσίας, τους θεωρούσαν άγριους και τους εχλεύαζαν. Εύρισκαν εσφαλμένο ο,τιδήποτε δεν ήταν όμοιο με τις δικές τους συνήθειες της «Μικρής Ρωσ­σίας». Προέβαλαν τον δικό τους τρόπο ζωής, επιβάλλοντάς τον πάνω σ’ όλους σαν τον σωστό τρόπο ζωής. Τότε ήταν μια εποχή που μόνο «Μικροί Ρώσσοι» (Ουκρανοί) μπορούσαν να χειροτονηθούν ως επίσκοποι ή αρχιμανδρίτες, γιατί η κυβέρνηση υποπτευόταν τους Μεγάλους Ρώσσους, υποθέτοντας ότι αυτοί συμπαθούσαν τα έθιμα που υπήρχαν πριν από την εποχή του Μ. Πέτρου».

Ο λαός δέχθηκε την ίδρυση των λατινικών σχολών με πολύ δισταγμό και με μεγάλη δυσπιστία. Και μόνο ύστερα από πίεση οι κληρικοί εμπιστεύθηκαν το παιδιά τους σ’ αυτές τις σχολές. Και οι ίδιοι ακόμα οι μαθηταί συχνά δραπέ­τευαν. Όλα αυτά συνέβαιναν όχι γιατί η τάξη των κλη­ρικών παραδόθηκε στη δεισιδαιμονία η ήθελε την άγνοια, αλλά γιατί αυτοί θεωρούσαν αυτά τα σχολεία ως κάτι μη οικείο και ξένο — σαν μια ανεπιθύμητη λατινοπολωνική αποικία μέσα στην πατρίδα, σαν ένα «ίδρυμα», που ακόμα και από πρακτικής απόψεως, θα φαινόταν αποκλειστικά ά­χρηστο. Ο «πρακτικός νους» πίστευε ότι η «λατινική γραμ­ματική» είχε μικρή χρησιμότητα, καθώς και οι «καλοί τρό­ποι» που εδιδάσκοντο στα σεμινάρια. Για τον «πρακτικό νου» δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να αντικατασταθεί ο παραδοσιακός τρόπος προπαρασκευής για την ιερωσύνη — στο δικό του σπίτι — από καινούργιους, ασυνήθιστους και αμφίβολους τρόπους. «Παραμένει ακόμα να διαπιστωθή ποιος γενικά προπαρασκευαζόταν καλύτερα για την ιερωσύνη: ο αναγνώστης των ψαλμών που, από μικρή ηλικία, είχε υπηρετήσει στην Εκκλησία, μαθαίνοντας με πρακτικό τρόπο τα αναγνώσματα, τους ύμνους και την τάξη των ακολουθιών ή, ο σπουδαστής των λατινικών που απλώς είχε απομνημονεύσει λίγες λατινικές λέξεις και κλίσεις» (Znamenskii).

Σ ’ αυτές τις λατινικές σχολές άρχιζε κανείς ήδη να ξεσυνηθίζη την εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα — ακόμα και τα κείμενα της Αγίας Γραφής συχνά γράφονταν στα λατινικά.

Γραμματική, ρητορική και ποιητική διδάσκονταν στα λατι­νικά, ενώ η ρωσσική ρητορική διδασκόταν μόνο στις μεγα­λύτερες τάξεις. Είναι ευνόητο ότι οι γονείς έστελναν τα παιδιά τους «σ’ αυτές τις καταραμένες σχολές βασανισμού» μόνο με δυσπιστία. Και τα παιδιά προτιμούσαν ακόμα και τα σωφρονιστήρια παρά τέτοια σχολεία. Πράγματι, γρήγορα αναπτύχθηκε το καταθλιπτικό αίσθημα ότι σ’ αυτές τις νεο-ιδρυθείσες σχολές μπορούσε κανείς να χάση, αν όχι την πί­στη του, τουλάχιστο την εθνικότητά του. Γενικά η ίδρυση των σχολών ήταν ολοφάνερα ένα θετικό επίτευγμα. Αλλ’ η εξάπλωσή αυτών των λατινικών σχολών μέσα στο έδα­φος της Μεγάλης Ρωσσίας σήμαινε ένα ρήγμα στη νοοτρο­πία της Εκκλησίας — μια διάσταση μεταξύ της θεολογικής «μορφώσεως» και της εμπειρίας της Εκκλησίας: Προσευ­χόταν κανείς ακόμα στα σλαβονικά, αλλά σκεφτόταν στα λατινικά. Οι ίδιες αγιογραφικές λέξεις ακούγονταν από την έδρα της σχολής σε διεθνή λατινική γλώσσα, αλλά στην Εκκλησία ακούγονταν στη μητρική σλαβική γλώσσα. Αυτός ο οδυνηρός διχασμός μέσα σ’ αυτήν την ίδια την πνευ­ματική θεώρηση είναι ίσως το πιο τραγικό αποτέλεσμα της εποχής του Μεγάλου Πέτρου. Αναπτύχθηκε τότε μια κά­ποια «διττότητα πίστεως», εν πάση περιπτώσει μια πνευμα­τική διαίρεση, μια διάσπαση της ψυχής. Ένας δυτι­κός πολιτισμός, πράγματι μια δυτική θεολογία εγκαταστάθηκε . Ήταν μια «σχο­λή θεολογίας» η οποία, φυσικά, δεν είχε ρίζες στη ζωή.

Ιδρυθείσα και αναπτυχθείσα πάνω σε ξένο θεμέλιο, έγινε τώρα, τρόπον τινά, ένα «υπεροικοδόμημα» κτισμένο πάνω στο κενό. Αντί να μεγαλώση πάνω σε φυσικά θεμέλια, στηριζό­ταν μόνο σε υποστηρίγματα. Μια θεολογία με δεκανίκια — αυτό ήταν το αποτέλεσμα της δυτικοποιήσεως της θεολογίας τον δέκατον όγδοο αιώνα στη Ρωσσία.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ – ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ. ΠΑΛΛΗ Γενικού Επιθεωρητού Μ.Ε.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - 1979